Φίλε αναγνώστη αν διαβάζεις το παρών κείμενο πάει να πει ότι η Γη έχει καταστραφεί. Τίποτα δεν έμεινε όρθιο μπροστά στο μένος του τεράστιου σκαθαριού. Αλήθεια ποιος θα το πίστευε ότι η Γη μια μέρα θα γινόταν ένας τεράστιος σβόλος κοπριάς, σαν αυτούς που τα σκαθάρια αρέσκονται να σπρώχνουν. Χα χα χα!
Γεια σας είμαι ο ARC - LITE και στην παρακάτω ιστορία μου επιστρέφω στην πραγματικότητα σας. Μόνο για λίγο όμως. Αλήθεια τι συμβαίνει με αυτόν τον κόσμο, ένας γενικός χαμός. Χάος! Δεν χρειάζεται να τα μάθετε από μένα έχετε τις ειδήσεις/ δασκάλους να σας τα πουν. Αλήθεια αναρωτηθήκατε ποτέ γιατί όλες οι φυσικές καταστροφές (παλιρροϊκά κύματα, σεισμοί, πλημμύρες, επιδημίες και τόσα άλλα) χτυπάνε μόνο τους φτωχούς; Μήπως συμβαίνει κάτι άλλο; Μα αν ρωτήσετε εμένα θα σας πω μάλλον κάτι για καταστροφικά σκαθάρια και υπέροχες μηλόπιτες. Εεε. Να. Είναι κάτι σαν παιχνίδι γρίφος! Ψάξτε το.
Μετά από αυτόv τον μικρό πρόλογο ακολουθεί η μικρή ιστορία μου με τίτλο:
''Ξέρω ότι δεν υπάρχει επιλογή... Ακολουθώ''
Handling by ARC - LITE
Ο Ουΐλιαμ Ντερβ έμεινε να κοιτάζει σαστισμένος τη θυελλώδη νύχτα μέσα από το σπασμένο παράθυρο του ψηλότερου κτιρίου του Λονδίνου. Κάπου 200 ορόφους πιο κάτω βρισκόταν το σώμα του Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ. Είχε μερικά λεπτά ακόμα μέχρι να αποφασίσει. Ο δυνατός κρύος αέρας που έμπαινε με ορμή στο δωμάτιο δεν τον βοηθούσε καθόλου σε αυτό.
Είδε ότι ο πράσινος σάκος του Κένεθ βρισκόταν πεσμένος δίπλα του, δεν είχε προλάβει. Πίσω από το μεγάλο γραφείο ο Κένεθ Μπράνι έκλεισε το βιβλίο και το τοποθέτησε σε κάποιο κενό της τεράστιας βιβλιοθήκης.
Το Λονδίνο ήταν το ίδιο πνιγμένο από φώτα, κτήρια και ανθρώπους.
«Λοιπόν Αποφάσισες;» η φωνή ήταν του Κένεθ.
Το ταξίδι βέβαια είχε ξεκινήσει πολύ πιο πριν. O Ουΐλιαμ Ντερβ ήταν ορφανός, όλη του τη ζωή την είχε περάσει στην ίδια πόλη. Από πολύ μικρός δούλευε ως πεταλωτής αλόγων στην αυλή του Βασιλιά. Ήταν πολύ καλός στην τέχνη του, ο Βασιλιάς πάντα εμπιστευόταν σε αυτόν τα πιο εκλεκτά του άλογα. Ο Ουΐλιαμ ήταν ικανοποιημένος από αυτήν την κατάσταση και δεν τον ένοιαζε που δεν έβγαζε σχεδόν καθόλου χρήματα από αυτό, αρκεί που ο Βασιλιάς ήταν ευχαριστημένος μαζί του.
Εκείνη την εποχή το Βασίλειο γνώριζε μέρες δόξας. Οι πόλεμοι με τα γειτονικά Βασίλεια είχαν τελειώσει, το εμπόριο ανθούσε, κάθε αγρότης είχε ένα κομμάτι γης να καλλιεργεί μαζί με ένα κάρο, όλοι οι δράκοι εκτός από έναν είχαν σκοτωθεί. Γενικά όλοι εκεί ήταν για κάποιο λόγο χαρούμενοι.
Μια μέρα όμως ο Ουΐλιαμ πληροφορήθηκε από έναν υπηρέτη ότι δεν τον χρειαζόταν άλλο στους στάβλους και ότι θα έπρεπε να φύγει από την πόλη. Ο Ουΐλιαμ τα χάσε. Προσπάθησε να μάθει το λόγο που τον διώχναν μα όλοι του φερόταν επιθετικά, κανείς δεν ήθελε να του μιλήσει. Δοκίμασε να πάει ακόμα και στον ίδιο τον Βασιλιά, μα βρήκε μπροστά του τις λόγχες των φρουρών που εκτελούσαν τις διαταγές του.
Έψαξε τότε να βρει κάποια άλλη δουλεία στην πόλη, όμως και εδώ συνάντησε την ίδια αντίδραση. Όλοι τον απέφευγαν. Ένας φρουρός του είπε ότι εδώ δεν θα έβρισκε δουλεία και ότι το μόνο πράγμα που μπορούσε να κάνει ήταν να φύγει από την πόλη. Έτσι ένα πρωί, μην έχοντας άλλη επιλογή μάζεψε σε ένα τσουβάλι τα λιγοστά υπάρχοντα του και πέρασε τα κατακόκκινα τείχη της πόλης.
Μετά από ώρες περπάτημα βρέθηκε σε ένα σταυροδρόμι, όπου ο δρόμος χωριζόταν στα δύο. Εκεί πάνω σε ένα κομμένο κορμό δέντρου καθόταν ένας παράξενος τύπος.
«Καιρός ήταν να φανείς» είπε ο παράξενος τύπος μόλις είδε τον Ουΐλιαμ. Μετά από αυτό ο Ουΐλιαμ έπιασε την κουβέντα μαζί του. Έμαθε ότι το όνομα του ξένου ήταν Κένεθ Μπράνι και ότι περίμενε εκεί για ένα ξεχωριστό άτομο που θα δεχόταν να έρθει μαζί του. Όταν ο Ουΐλιαμ τον ρώτησε ποιος ήταν ο προορισμός του, ο Κένεθ απάντησε ότι πήγαινε στο Λονδίνο και ότι σκόπευε να αλλάξει τον Κόσμο.
«Και πως θα το κάνεις αυτό;» τον ρώτησε παραξενεμένος ο Ουΐλιαμ. Τότε ο Κένεθ έβγαλε από έναν πράσινο σάκο πολλά χαρτιά, σημειώσεις, πάπυρους και μερικά βιβλία και τα άπλωσε μπροστά του.
Ο παράξενος Κένεθ άρχισε να μιλά. «Όπως ξέρεις ο Κόσμος είναι γεμάτος από ανθρώπινο πόνο. Πόλεμοι, πείνα, φόνοι, σκοτωμοί, αδικίες, φτώχεια, ανεργία, σεισμοί, πυρκαγιές, αρρώστιες, επιδημίες.η λίστα είναι ατέλειωτη. Οι άνθρωποι του Κόσμου υποφέρουν λόγω αυτών. Δεν άντεχα άλλο. Βλέπεις νοιάζομαι πολύ για τον συνάνθρωπο μου, έτσι άρχισα να αναζητώ τον λόγο που συμβαίνουν όλα αυτά. Πολλά χρόνια ερευνούσα και παρατηρούσα τα γεγονότα. Πάντα όλες οι έρευνες μου κατέληγαν σε ένα άτομο, τον Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ.»
Σ 'εκείνο το σημείο ο Κένεθ έδειξε στον Ουΐλιαμ τα απλωμένα στον δρόμο χαρτιά. Έκπληκτος ο Ουΐλιαμ είδε ότι ο Κένεθ είχε δίκιο. (Χρειάστηκε να του δείξει βέβαια μερικά πράγματα για την μαγεία και για τους χορούς που κάνουν οι πέτρες.) Είδε ότι σε κάθε γνωστό πόλεμο ήταν μπλεγμένο το όνομα του Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ. Κάθε ανθρώπινος φόνος γινόταν λόγω εντολής του Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ. Οι Βασιλιάδες και οι ¶ρχοντες οριζόταν από τον Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ. Οι επιδημίες ξεσπούσαν όταν ο Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ το ήθελε. Πίσω από κάθε κακό βρισκόταν και το όνομα Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ.
Ο Ουΐλιαμ τότε ανέφερε τον δικό του διωγμό από την πόλη. Ο Κένεθ συμβουλεύτηκε το σημειωματάριο του και είπε ότι: Εκείνο το διάστημα στην πόλη βρισκόταν ως φιλοξενούμενος του Βασιλιά ο Βαρόνος ¶ξξιλ, ο οποίος ήταν συμμέτοχος σε ένα μεγάλο εμπορικό-ναυτικό κατάστημα που άνηκε στον Δούκα Ζακ-Φινίξ. Ο Δούκας Ζακ-Φινίξ είχε αγοράσει πρόσφατα από τον Τσάρ Αλεξάντρ Λοβόφ τρία νησιά στον Ατλαντικό Ωκεανό. Ενώ παλιά ο Τσαρ Αλεξάντρ Λοβόφ είχε κάνει δώρο στον Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ δώδεκα χρυσωρυχεία και εφτά αδαμαντορυχεία που βρισκόταν στα βόρεια της περιοχής του.
Ο Ουΐλιαμ τότε θυμήθηκε ότι ένα πρωί του έφεραν να πεταλώσει το άλογο του Βαρόνου ¶ξξιλ και ότι είχε κάνει ένα μικρό σχόλιο για την κακή κατάσταση του ταλαίπωρου αλόγου.
«Τα τελευταία χρόνια ο Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ μένει στο ψηλότερο κτήριο του Λονδίνου. Από εκεί δίνει τις εντολές του. Θα σταματήσω το Κακό που κάνει στους ανθρώπους, πάω να τον σκοτώσω. Έλα μαζί μου, πρέπει να μπει ένα τέλος σε αυτό» είπε ο Κένεθ.
Η συζήτηση που ακολούθησε κράτησε μέχρι τα ξημερώματα. Ο Κένεθ μιλούσε με υπερβολική ζεστασιά και με κάθε ευκαιρία τόνιζε την ανάγκη για βοήθεια και ενδιαφέρον προς τον συνάνθρωπο. «Όταν μπορείς να βοηθήσεις έναν συνάνθρωπο σου, τότε δεν πρέπει να το σκεφτείς καθόλου. Πρέπει να γίνεται αντανακλαστικά, όπως όταν σε χτυπά κάποιος στο νεύρο του ποδιού». Ο Ουΐλιαμ τον άκουγε με προσοχή, λίγα είχε να πει αυτός, εξάλλου μια ζωή δεν ήταν παρά μόνο ένας απλός πεταλωτής. Ο Ουΐλιαμ Ντερβ δέχτηκε την πρόταση του Κένεθ σκεπτόμενος ότι θα μάθαινε πολλά πράγματα δίπλα του.
«Όμως Ουΐλιαμ να ξέρεις ότι θα είναι ένα δύσκολο και μακρινό ταξίδι, που μπορεί να διαρκέσει πάρα πολλά χρόνια, θα στερηθούμε πολλά πράγματα». Όμως ο Ουΐλιαμ Ντερβ είχε πάρει την απόφαση του. Αυτός και ο Κένεθ θα άλλαζαν τον Κόσμο.
Έτσι ξεκίνησαν για το Λονδίνο. Τα μόνα πράγματα που κουβαλούσαν μαζί τους ήταν ο πράσινος σάκος του Κένεθ και το τσουβάλι του Ουΐλιαμ. Κάθε μέρα περπατούσαν για πολλές ώρες, ταυτόχρονα ο Κένεθ εξηγούσε στον Ουΐλιαμ τις σκοτεινές επιρροές του Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ο Ουΐλιαμ ανάφερε διάφορα γεγονότα που θυμόταν και ο Κένεθ τα συνέδεε με τον τρόπο του με τον Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ.
Για φαγητό τρώγανε κυρίως καρπούς και κάπου-κάπου κυνηγούσαν ή ψάρευαν. Όταν στον δρόμο τους τύχαινε να συναντήσουν άλλους ανθρώπους ο Κένεθ ρωτούσε για τα νέα της Περιοχής και των Αρχόντων της. Μετά την ανακάλυψη της τυπογραφίας, από κάθε πόλη που περνούσαν, ο Κένεθ έπαιρνε πάντα εφημερίδες και τις διάβαζε με πολύ προσοχή, έπειτα κρατούσε αποκόμματα από αυτές ή σημείωνε κάτι στα τετράδια του.
Μια μέρα ο Ουΐλιαμ διάβασε σε μια εφημερίδα ότι οι άνθρωποι τώρα θα μετακινούνταν πολύ ποιο γρήγορα, λόγω μιας μηχανής που λειτουργούσε με ατμό και κινούνταν πάνω σε ράγες. Η πρώτη μεταφορική γραμμή τρένου (έτσι ονόμαζαν τη μηχανή) ξεκίνησε από το Λονδίνο. Αργότερα θα μάθαινε ότι τα εργοστάσια του Λονδίνου λειτουργούσαν με την ίδια ακριβώς μηχανή. Η εφημερίδες τότε έγραφαν για το ξημέρωμα μιας Νέας Εποχής, πιο άνετης για τον άνθρωπο. Αργότερα το πετρέλαιο και η βενζίνη θα αντικαθιστούσαν τον ο ατμό.
Μετά για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, οι εφημερίδες άρχισαν να γράφουν για Επαναστάσεις και Εξεγέρσεις, σε χώρες όπως Γαλλία, Ισπανία και Ρωσία. Όταν ο Ουΐλιαμ όμως ρώτησε τον Κένεθ για αυτά τα γεγονότα, αυτός του έδειξε μια φωτογραφία ενός πολύ ψηλού ασπρομάλλη άντρα, που ήταν ο Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ, και του εξήγησε ποιος έδωσε τις πολιτικές ιδέες και τα χρήματα για να ξεκινήσουν όλες αυτές οι Επαναστάσεις/Εξεγέρσεις. Οι εφημερίδες βέβαια έγραφαν ότι αυτές γινόταν και πάλι για το Καλό του ανθρώπου.
Μετά τις Επαναστάσεις/Εξεγέρσεις όλος ο κόσμος συγκλονίστηκε από αριθμημένους Πολέμους μεταξύ χωρών. Και πάλι η φωτογραφία του πολύ ψηλού ασπρομάλλη άντρα εμφανιζόταν στο παρασκήνιο των γεγονότων. Τότε ο Ουΐλιαμ κλαίγοντας με βαθύ πόνο για τον χαμό τόσων πολλών ανθρώπων, ζήτησε από τον Κένεθ να του πει με ποιο τρόπο θα σταματούσε έναν τόσο παντοδύναμο άνδρα.
Ο Κένεθ νιώθοντας τον πόνο του Ουΐλιαμ άνοιξε τον πράσινο σάκο του, έψαξε για λίγο στις διπλανές θήκες και τελικά έβγαλε μια ξύλινη μπλε σβούρα. Η σβούρα είχε δύο γραμμές που ήταν χαραγμένες κάθετα στον άξονα της, εκεί τύλιγες το νήμα. Η μπλε σβούρα ήταν πλημμυρισμένη από τις ευωδιές της Γης. Ο Κένεθ είπε: «Αυτή εδώ είναι το όπλο μας, είναι φτιαγμένη από τα όνειρα, τελείως αγνή, ένα παιχνίδι των παιδιών». Χαμογέλασε. «Θα σου δείξω πως την χρησιμοποιούν». Η σβούρα δρούσε μέσω μιας παράξενης τελετουργικής διαδικασίας. Και είχε αποτέλεσμα μόνο όταν γινόταν σε σημείο που δεν την έβλεπε κανείς. Ο Κένεθ ξανάβαλε την μπλε σβούρα μέσα στο πράσινο σάκο του.
Κάποτε οι εφημερίδες σταμάτησαν να γράφουν για τους Πολέμους και άρχισαν να δείχνουν ψηφιακές εικόνες από την ζωή. Όλες ήταν καλλωπισμένες, φανταχτερές, λαμπερές μα και τόσο ψεύτικες, υποκριτικές, παραπλανητικές. Προϊόντα της Νέας Τάξης Πραγμάτων, κατασκευασμένες από τον Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ.
Όσο το ταξίδι τους συνεχιζόταν και η ιστορία γραφόταν από το χέρι του Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ, τόσο το μίσος τους για αυτόν μεγάλωνε.
Κάποτε οι δυο τους έφτασαν στο Λονδίνο. Από τους λόφους γύρω από αυτό είδαν τα σπίτια, τον Τάμεση και τις κινήσεις των βιαστικών ανθρώπων. Ακριβώς στο κέντρο του Λονδίνου ξεχώριζε ένα πανύψηλο κτήριο καλυμμένο από γυαλί, με μία γυάλινη πυραμίδα στην κορυφή του. Εκεί έμενε ο Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ. Από κει μπορούσε να παρατηρεί και να παρακολουθεί όλο το Λονδίνο, ακόμα και το ποιο σκοτεινό στενό δρομάκι.
Ο Κένεθ έβγαλε από τον πράσινο σάκο έναν οικοδομικό χάρτη του κτιρίου και είπε στον Ουΐλιαμ. «Θα μπούμε από αυτήν εδώ την πίσω πόρτα η οποία οδηγεί κατευθείαν στο γραφείο του». Του έδειξε για ποια μιλούσε. «Είναι αιώνες τώρα ξεχασμένη και πολύ λίγα άτομα γνωρίζουν για αυτήν. Θα πάμε τη νύχτα» .
Στα μέσα της νύχτας ο Ουΐλιαμ και ο Κένεθ βρισκόταν μπροστά από την πόρτα. Είχαν διασχίσει την πόλη πολύ προσεκτικά και με την ίδια προσοχή άνοιξαν την πόρτα. Ο διάδρομός ήταν άδειος. Ο Κένεθ προχώρησε μπροστά και ανίχνευσε για παγίδες. Έκανε ένα νεύμα στον Ουΐλιαμ για να τον ακολουθήσει. «Μου φαίνεται παράξενο που είναι αφύλαχτος» είπε ο Κένεθ. Ο διάδρομος ήταν γεμάτος σκόνη και ιστούς αράχνης, φαινόταν ότι είχε πολύ καιρό να περάσει άνθρωπος από εκεί. Ο Ουΐλιαμ άναψε ένα φακό. Περπάτησαν για πολλές ώρες ώσπου έφτασαν σε μια μικρή ξύλινη πόρτα.
Με προσοχή ο Κένεθ άνοιξε την πόρτα και βρέθηκαν σ ένα σκοτεινό δωμάτιο που στην αριστερή πλευρά του ήταν παράθυρα, μέρος της γυάλινης τζαμαρίας του κτιρίου. Το φως τον αστεριών γέμιζε το δωμάτιο. Οι άλλες τρεις πλευρές του δωματίου αποτελούσαν μέρος μιας τεράστιας βιβλιοθήκης σε σχήμα Π. Το δωμάτιο είχε στα δεξιά ακόμη μια μεγάλη πόρτα, ενώ στην απέναντι πλευρά του δωματίου υπήρχε ένα γραφείο με μια αναμμένη λάμπα πάνω του. Το φως της λάμπας φώτιζε έναν πολύ ψηλό ασπρομάλλη άντρα, ήταν ο Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ. Καθόταν στο γραφείο και διάβαζε ένα από τα χαμένα βιβλία του Ηράκλειτου.
«Ήρθε το τέλος της Βασιλιάς σου, Λάμπλεϊ παλιοκάθαρμα» φώναξε ο Κένεθ και αμέσως έβάλε το χέρι του στον πράσινο σάκο. Ο Ουΐλιαμ ετοιμάστηκε να ορμηξεί.
Ο Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ ατάραχος σηκώθηκε όρθιος και είπε: «Κύριοι, αποδέχομαι όλες τις κατηγόριες που μου προσάπτετε. Παρακαλώ. Ζητάω μόνο λίγα λεπτά να εξηγήσω τους λόγους μου. Θα μου το επιτρέψετε;»
Ο Κένεθ και ο Ουΐλιαμ πάγωσαν. Ο Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ φαινόταν τελείως ακίνδυνος. Ο Κένεθ απάντησε σε έναν πολύ ειρωνικό τόνο «Από πότε η Προσωποποίηση του Κακού σε αυτόν τον Κόσμο ικετεύει; Το ίδιο έκαναν σε σένα χιλιάδες γενιές ανθρώπων, το μόνο που τους πρόσφερες ήταν ο Θάνατος».
Ο Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ χαμογέλασε. «Κύριοι, βλέπω πως δεν έχετε καταλάβει κάποια πράγματα. Επιτρέψτε μου λοιπόν. Καταρχήν παρόλο που ο χαρακτηρισμός σας ''Προσωποποίηση του Κάκου'' με κολακεύει, δεν είμαι παρά ένας εκμεταλλευτής της υπάρχουσας, εδώ κάτω, κατάστασης. Ένα όργανο του Κακού με πολύ περιορισμένες δυνατότητες».
Το χέρι του Κένεθ βρήκε αυτό που έψαχνε μέσα στον σάκο. Χρειαζόταν να κερδίσει ακόμα λίγο χρόνο. «Πόσο περιορισμένες μπορεί να είναι οι δυνατότητες σου βρομιάρη, όταν όλος ο κόσμος έχει κατακλυστεί από το Κακό σου!»
«Εκεί ακριβώς βρίσκεται το κλειδί αγαπητέ!» Με αργά βήματα ο Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ πλησίασε στο παράθυρο. «Το κακό Υπήρχε σε αυτά τα επίπεδα πάντα. Αυτή είναι η καλά κρυμμένη αλήθεια».
«ΕΙΣΑΙ ΨΕΥΤΗΣ» φώναξε ο Ουΐλιαμ και με σφιγμένες τις γροθιές πήγε προς το μέρος του. Ο Κένεθ όμως τον συγκρατείσε. «Περίμενε λίγο Ουΐλιαμ» είπε.
Ο Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ κάγχασε «Αυτό που δεν γνωρίζετε εσείς οι άνθρωποι είναι ότι όλος ο κόσμος που ζείτε είναι δημιούργημα του Κακού». Γύρισε την πλάτη του και κοίταξε κάτω το φωτισμένο Λονδίνο. «Αυτόν που αποκαλείτε εσείς Θεό είναι ένα αιμοδιψή πλάσμα που λατρεύει τον πόνο. Αυτός δημιούργησε τη Γη και τον άνθρωπο, αυτή είναι η αλήθεια. Εγώ είμαι ένα μικρό όργανο του».
Μετά από μερικά λεπτά σιωπής ο Κένεθ θολωμένος είπε «Δεν σε πιστεύω παλιοκαθίκι. Τα λες αυτά για να μας μπερδέψεις, να μας αποθαρρύνεις. Τόσα χρόνια εξουσίας πάνω στο ανθρώπινο γένος σε 'καναν να πιστεύεις ότι είσαι άτρωτος».
Το κακό με την σβούρα ήταν ότι ο Λάμπλεϊ έπρεπε να κοιτάξει στα μάτια αυτόν που την γύριζε, έτσι μόνο θα ήταν αποτελεσματική. Εκείνη όμως την στιγμή ο Λάμπλεϊ κοίταζε έξω από το παράθυρο. Έπρεπε με κάποιον τρόπο να του τραβήξει την προσοχή.
«Γιατί τότε υπάρχει και Καλό σε αυτόν τον δημιουργημένο από το Κακό Κόσμο;» ρώτησε ο Κένεθ.
«Είναι απλό κύριοι, θα σας το εξηγήσω έτσι: Το Κακό δημιούργησε αυτόν τον Κόσμο. ΤΟ ΚΑΛΟ ΕΙΝΑΙ Η ΑΡΡΩΣΤΙΑ ΣΤΟΝ ΥΓΕΙΗ ΑΥΤΟΝ ΚΑΚΟ ΚΟΣΜΟ. Το Καλό είναι παράσιτο, μια ελεγχόμενη από μας επιδημία». Καμία αντίδραση από τους άλλους.
«Όμως εσείς οι άνθρωποι χρειάζεστε πάντα αποδείξεις, έτσι δεν είναι; Ξέρετε, δεν είστε οι μόνοι που ήρθαν εδώ υπήρχαν και άλλοι πριν από σας και θα συνεχίσουν να έρχονται. Όλοι για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Γι' αυτό άλλωστε αφήνω αφύλαχτο αυτόν τον μαγικό διάδρομο, από όπου ήρθατε και εσείς. Όλοι βέβαια απέτυχαν. Αρκετά όμως, ορίστε οι αποδείξεις σας».
Γύρισε προς το μέρος που στεκόταν οι δύο τους και κοίταξε στα μάτια τον Κένεθ.
Τώρα, σκέφτηκε ο Κένεθ όταν είδε δύο διαπεραστικές λάμψεις που σιγά-σιγά έγινα ένα με τα αστέρια, ένα μέρος του νυχτερινού ουρανού. Το αγόρι κράτησε ζεστά το χέρι της, επιτέλους μπορούσαν να ζήσουν μαζί. Οι δυο τους καθόταν σε ένα παγκάκι του πάρκου, ήταν άνοιξη. Το κορίτσι κρατούσε ένα βιολετή βιβλίο οι σελίδες του οποίου ήταν από ροδοπέταλα. Έκοψε ένα ροδοπέταλο από το βιβλίο και χάιδεψε τρυφερά με αυτό τα χείλια του αγοριού, ύστερα με τον ίδιο τρόπο που τα χάιδεψε τον φίλησε.
«Μην σταματάς, σ' αγαπώ. Πάντα μαζί».
«Και εγώ σ' αγαπώ» είπε το αγόρι και με τα χέρια του παραμέρισε τα μαύρα μαλλιά της. Έφερε απαλά το μέτωπο της στα χείλη του, την φίλησε και το στόμα του γέμισε αίμα.
Ένα μεταλλικό κομμάτι ήταν καρφωμένο στη θέση που βρισκόταν το δεξί μάτι του κοριτσιού, το μέταλλο είχε διαπεράσει το κρανίο και από την πληγή πεταγόταν ζεστό αίμα. «Αν μονάχα αυτός ο ασυνείδητος πρόσεχε λίγο στον δρόμο.δεν θα σου συνέβαινε αυτό». Το κορίτσι έκλεισε το ένα της μάτι και είπε «Κρίμα που θα διαμελιστείς από μια νάρκη στον ερχόμενο πόλεμο και δεν θα μπορέσεις να δεις το γιο μας». Το αγόρι μάζεψε τα σκορπισμένα έντερα του και με το μοναδικό του τώρα χέρι, σκούπισε το γεμάτο αίματα πρόσωπο του κοριτσιού. «Ο γιος μας θα γεννηθεί νεκρός, όταν λεηλατεί ο εχθρός την πόλη. Λόγω της κοιλιάς σου δεν θα καταφέρεις να ξεφύγεις. Θα σε πιάσουν». Το κορίτσι τώρα θήλαζε το νεκρό παιδί της. Ο Κένεθ είδε στο πρόσωπο του ότι αυτός ήταν ο ασυνείδητος οδηγός, η ανθρώπινη νάρκη, ο βιαστής εχθρός. Δεν μπορούσε να κάνει κάτι να σταματήσει όλα αυτά, η ιστορία συνεχιζόταν, παρακάτω ακολουθούσαν πολύ πιο τρομαχτικά πράγματα και αυτός τρελαίνεται. Πτώμα-πτώμα τρελαίνεται. Μακάβριες λεπτομέρειες που δεν τις ελέγχει. Τον τρελαίνουν παρακαλεί να σταματήσουν, δεν μπορεί. Και άλλα πτώματα και άλλος πόνος. Φωνές του λένε να πηδήξει. «Πήδα». Ίσως να είναι η σωτηρία του, ίσως σταματήσουν. «Πήδα».
Ο Ουΐλιαμ είδε τα μάτια του Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ να καρφώνουν τον Κένεθ. Μια παράξενη δύναμη υπνώτισε και αυτόν. Δεν μπορούσε να κουνηθεί. Είδε να πέφτει από τα χέρια του Κένεθ ο σάκος, η σβούρα βρισκόταν ακόμα μέσα σε αυτόν. Μετά, μπροστά στα έκπληκτα μάτια του είδε τον Κένεθ να ψηλώνει. Μόλις σταμάτησε, τα μαλλιά του Κένεθ άρχισαν να ασπρίζουν, το πρόσωπο του να αλλάζει και να αντικαθίσταται από το μισητό πρόσωπο του Λάμπλεϊ. Όμως είχε μια έκφραση τρομερού πόνου.
Με ένα ξαφνικό πέταγμα ο αλλαγμένος Κένεθ έσπασε το παράθυρο, έπεσε στο κενό.
Γύρισε το βλέμμα του στον Λάμπλεϊ. Ο Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ είχε πάρει το πρόσωπο και το σώμα του Κένεθ. Μαζί με ένα διεστραμμένο χαμόγελο. «Τι.... τι έκανες στον Κένεθ μπάσταρδε» ούρλιαξε ο Ουΐλιαμ.
Ατάραχος ο αλλαγμένος Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ πλησίασε στο γραφείο. «Όπως είπα, η φύση του ανθρώπου είναι κακή, ο άνθρωπος πάντα θα καταστρέφει την ευτυχία του άλλου».
«Στον φίλο σου έδειξα λίγη από την Κοσμική Συνείδηση. Ένα μέρος του εαυτού μου. Δεν άντεξε βλέπω την αλήθεια. Αγαπητέ.έτσι είναι τα πράγματα στον Κόσμο, το Κακό σε βρίσκει παντού. Το Καλό αντιθέτως.» άφησε εσκεμμένα έναν μικρό αναστεναγμό.
«Όσο για σένα σου δίνω μερικά λεπτά να επιλέξεις. Ανάμεσα σε ένα Πανανθρώπινο Ενδιαφέρον για το Καλό άγνωστων σε σένα ανθρώπων ή σε μια αποδοχή της αλήθεια, πράγμα που σημαίνει και την στράτευση σου σε αυτήν». Κοίταξε το βιβλίο που βρισκόταν πάνω στο γραφείο. «...Διάλεξε» είπε.