Και αφού ο Arc - Lite επιτέλους έφυγε από το δωμάτιο, και είμαι έτοιμος να ξεκινήσω να γράψω το editorial του τεύχους 0.9, ξαφνικά, και ενώ άκουγα το Breathe των Depeche Mode , με πιάνει μια μυστήρια υπνηλία.
Αμέσως το χέρι του Ύπνου δεν χάνει την ευκαιρία και με αρπάζει και με παραδίδει στα μαγνητικά χέρια του Μορφέα. Εκείνος δυσαρεστημένος από αυτή την απρόσμενη διακοπή, αφήνει στην μέση την παρτίδα σκάκι που έπαιζε με έναν περίεργο τύπο με πλοκάμια, όπου καθόταν σε έναν πολυγωνικό θρόνο από βασάλτη στον άνετο ονειροθόλο του, και με τοποθετεί στον κοντινότερο άδειο ονειροθόλο που υπήρχε, για να ονειροταξιδέψω στις λεωφόρους του υποσυνείδητου μου.
Και ενώ έβλεπα τον Μορφέα να απομακρύνεται φωνάζοντας στον Ύπνο ότι είναι
καιρός να αφήσει τον συμπαίκτη του στο σκάκι ελεύθερο, αντιδρώντας όμως ο Ύπνος διότι ο «πελάτης» του φαινόταν να περνάει αρκετά καλά εκεί, μεταφέρομαι σε μια περίεργη φάρμα. Εκεί είδα κάτι ζώα να μιλάνε, και έναν ψηλόλιγνο τύπο να προσπαθεί να τα κουμαντάρει και να τα στήσει μέσα σε κάτι όρθια τετραγωνάκια τα οποία ονόμαζε καρέ.
Στην συνέχεια τα πάντα έσβησαν και άναψαν αστραπιαία και εγώ βρέθηκα να κοιτάω το κενό κάτω από τα πόδια μου, χωρίς να πέφτω όμως και ας φυσούσε δυνατός αέρας. Μπροστά μου, μέσα σε ένα πανύψηλο κτήριο, έβλεπα έναν τύπο να κοιτάει μέσα από ένα σπασμένο παράθυρο το έδαφος. Εκεί που κοιτούσε κείτονταν ένα παραμορφωμένο σώμα. Και ενώ μου φαινόταν ότι ο τύπος ήταν έτοιμος να πηδήξει, το τοπίο άλλαξε ξανά.
Και για να μην σας κουράζω πολύ, θα σας πω ότι το τοπίο άλλαζε με τρομαχτικούς ρυθμούς. Μέσα σε αυτές τις αλλαγές είδα ένα περίεργο φάντασμα που έκανε παρέα με έναν αστερία να συνομιλεί με έναν μικρό βρικόλακα. Είδα έναν βασιλιά να κραδαίνει το σπαθί του, όχι απέναντι σε ορδές βαρβάρων, ούτε σε υπεραιωνόβιους δράκους, αλλά σε εξωγήινους που τον πυροβολούσαν με τα ακτινοπίστολα τους. Είδα έναν μαυρομάλλη τύπο που παλιότερα φορούσε στολή νίντζα, να κάθεται άνετα σε μια ξαπλώστρα στην παραλία μαζί με μια γνωστή φιγούρα. Όλο κορόιδευε και γελούσε. Είδα ξανά τον Μορφέα. Όχι όμως στο βασίλειο του όπου έστεκε λίγο πριν, αλλά μαζί με τα αδέρφια του να συζητάνε με μια κοκκινομάλλα κοπέλα. Είδα τέσσερις τύπους τελείως διαφορετικούς μεταξύ τους, που δεν τους είχα ξαναδεί ποτέ άλλοτε. Όλο σε περίεργες καταστάσεις μπλέκανε, αλλά και ξεμπλέκανε.
Μετά ήρθε το τέλος. Είδα ένα περίεργο κείμενο, τα πάντα είχαν αναστραφεί. Τίποτα δεν ήταν στην θέση τους. Εκεί είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους ή μάλλον τους ένιωσα. Το σοκ που πέρασα μέσα σε αυτό το όνειρο που κατέληξε σε εφιάλτη ήταν τεράστιο και έτσι ξύπνησα μπροστά στον υπολογιστή όπου όλα είχαν ξεκινήσει.
Βρισκόμουν σε πλήρη σύγχυση. Όταν πέρασε ένα δεκάλεπτο θυμήθηκα τι έπρεπε να κάνω. Έπρεπε να γράψω το editorial . Δεν θυμόμουν απολύτως τίποτα και έτσι αποφάσισα να γράψω το όνειρο μου που για μένα είναι πραγματικά ένα τεράστιο μυστήριο. Ελπίζω να το λύσετε εσείς γιατί εγώ δεν τα κατάφερα.