Πεσμένος κάτω από το φως των αστεριών που έλουζε με περίεργες σκιές το έδαφος, πληγωμένος και εξουθενωμένος από το τρέξιμο και την αγωνία που τον είχε καταβάλει, ο καθηγητής Τζόναθαν Σμάϊλ βρισκόταν μπροστά από ένα θαυμάσιο θέαμα . Κάτι που άνθρωπος έχει πολύ καιρό να αντικρίσει .
Αδιαφορώντας για τον ιδρώτα που έσταζε στα μάτια του και ξεχνώντας την κατάστασή του, μία έκφραση θαυμασμού και χαράς σχηματίστηκε στο πρόσωπό του. Αυτό που έψαχνε ορθώνονταν ακριβώς μπροστά του. Αυτό που μόχθησε να το ανακαλύψει και ξόδεψε ατέλειωτες ώρες στο γραφείο του πάνω από αρχαίες επιγραφές και αρχαιολογικά βιβλία.
Μαρμαρωμένος κοιτούσε τον πέτρινο ναό των Μάγια θαυμάζοντας το μεγαλείο του, τον «Ναό Της Ψυχής» όπως τον αποκαλούσε ο ίδιος. Για οποιονδήποτε άνθρωπο η στιγμή θα ήταν μοναδική, για αυτόν όμως ήταν όλη του η ζωή.
Ο πυραμοειδής ναός ήταν χτισμένος στην βάση ενός γκρεμού. Γύρω του υψώνονταν πανύψηλα τροπικά δέντρα με πυκνό φύλλωμα. Οι φτέρες επιτίθονταν στον ναό φυτρώνοντας σε οποιοδήποτε σημείο υπήρχε χώμα. Βρύα τον είχαν σκεπάσει ολόκληρο δίνοντας του ένα τέλειο καμουφλάζ. Δεν ήταν ιδιαίτερα ψηλός. Σε σχέση με αλλά κτίσματα των Μάγια ήταν αρκετά μικρός. Το πέρασμα του χρόνου όμως δεν τον είχε αγγίξει, είχε υποστεί ελάχιστες καταστροφές. Μόνο μερικά πέτρινα τούβλα από τα περιφερειακά τοιχώματα είχαν φύγει από τη θέση τους και ήταν σκόρπια γύρο από τον ναό.
Η σκάλα δεν ξεκίναγε από το κέντρο της βάσης, όπως στα υπόλοιπα κτίσματα της εποχής του, αλλά δυο μικρότερες σκάλες ξεκινούσαν από τα πλαϊνά και διασταυρώνονταν λίγο πιο κάτω από την μέση του ναού, όπου συνέχιζαν σαν μια ενιαία πλέον σκάλα έως την κορυφή. Όμως δεξιά και αριστερά, υπήρχε μια περίεργη κατασκευή. Συμπαγείς ογκόλιθοι, κούφιοι στο εσωτερικό τους, σχημάτιζαν κάτι σαν σωλήνα. Και στην κορυφή υπήρχε η είσοδος του ναού που οδηγούσε σε μια αίθουσα .
Η αίθουσα αυτή ήταν και το εντυπωσιακότερο θέαμα από όλα. Στην κορυφή της υπήρχε ένα τεράστιο πέτρινο δαχτυλίδι. Μέσα του πέρναγε ένας καταρράκτης που έπεφτε ψηλά από τον γκρεμό και ο οποίος χανόταν στο εσωτερικό του ναού. Οι Μάγιας, σε συνεργασία με την φύση, είχαν κατασκευάσει ένα θαύμα.
Φωνές ακούγονται από μακριά. Ο καθηγητής ξυπνάει από τον λήθαργο που του είχε επιβάλει η λάμψη του ναού και κοιτάει έντρομος προς την μεριά από όπου ακούστηκαν. Καταλαβαίνει ότι πρέπει να κινηθεί γρήγορα γιατί αλλιώς θα καταλήξει όπως και η υπόλοιπη αποστολή , νεκρός.
Θα καταλήξει όπως και η αγαπημένη του Έλλεν. Η Έλλεν. Τη θυμάται και νέα δάκρυα κυλούν στα αυλακωμένο πρόσωπο του. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα, δεν μπόρεσε να αντιδράσει.
Δεν έπρεπε να την είχε πάρει σε καμία περίπτωση μαζί του, όσο και να επέμενε η ίδια. Της εξήγησε ότι θα ήταν πολύ επικίνδυνα, της ανάλυσε την κατάσταση. Αυτή όμως ήταν πεισματάρα. Έλεγε ότι προτιμούσε να πεθάνει κοντά του, παρά να έχει τη σκέψη της συνέχεια σε αυτόν, λιώνοντας έτσι αργά από την αγωνία. Τώρα κατηγορούσε τον εαυτό του γιατί έπρεπε να την είχε πιέσει περισσότερο, αλλά δεν μπορούσε. Την αγαπούσε τόσο πολύ που φέρθηκε ανόητα ακούγοντας την.
Δεν έπρεπε να είχε πάει ποτέ στο πατρικό του σπίτι και να είχε βρει αυτό το καταραμένο ημερολόγιο που τον οδήγησε εδώ και παράλληλα οδήγησε στον θάνατο πολλούς αθώους ανθρώπους, και πιθανότατα πολύ γρήγορα και τον ίδιο.
Το τριήμερο εκείνο αποδείχτηκε εφιαλτικό. Ο λόγος που το αποφάσισε ήταν περισσότερο για να ξεφύγει από την καθημερινότητα και παρά για λόγους κούρασης.
Τα πρωινά δίδασκε στο πανεπιστήμιο, τα μεσημέρια ξεκούραση και όταν ο ήλιος άγγιζε τα βουνά στην δύση, καθόταν στην αγαπημένη του πολυθρόνα και μελετούσε. Και πριν οι δείκτες του ξύλινου ρολογιού με τους λατινικούς αριθμούς δείξουν δώδεκα, ξάπλωνε στο κρεβάτι του.
Σπάνια ξενυχτούσε. Μονάχα οι ώρες που γυμναζόταν ήταν γι' αυτόν απόδραση από τον υπόλοιπο κόσμο. Ήθελε να φύγει μακριά. Δεν μπορούσε όμως να τα παρατήσει έτσι απλά. Ήθελε κάτι αληθινά δελεαστικό για να το τολμήσει.
Έτσι, μια Πέμπτη βράδυ του 1930, καθώς κοιτούσε τη φωτογραφία της οικογένειας του που είχε κρεμασμένη στον τοίχο, αποφασίζει να επισκεφθεί το πατρικό του σπίτι που είχε να δει από μικρός. Σε αυτό το αρχοντικό ζούσε ο παππούς του, αλλά από τότε που πέθανε κανείς δεν το είχε επισκεφθεί. Ήλπιζε ότι οι παιδικές του αναμνήσεις θα τον τραβούσαν από την καθημερινότητα και τη ρουτίνα.
Την άλλη μέρα λοιπόν, όταν τελείωσε το μάθημα που δίδασκε στους φοιτητές του, ξεκίνησε για το σπίτι του από όπου θα έπαιρνε το βαλιτσάκι με τα λιγοστά πράγματα που είχε ετοιμάσει.
Καθώς προχωρούσε συνάντησε την Έλλεν. Η Έλλεν θα μπορούσε να ήταν και κόρη του γιατί η διαφορά ηλικίας τους ήταν αρκετά μεγάλη. Αυτή ήταν 25 χρονών και ο καθηγητής ήταν 47. Είχε μακριά μαύρα μαλλιά και μαύρα μάτια. Ήταν κοντύτερη από τον καθηγητή και λίγο αδύνατη για το ύψος της, αλλά πολύ καλά γυμνασμένη.
Είχαν συναντηθεί πριν τέσσερα χρόνια στο πανεπιστήμιο. Αυτή σπούδαζε και αυτός δίδασκε εκεί. Δεν την είχε προσέξει ποτέ, αντιθέτως αυτή προσπαθούσε να τον πλησιάσει για πολύ καιρό. Η διαφορά ηλικίας τους δεν την πείραζε καθόλου. Όταν της δόθηκε η ευκαιρία, την άρπαξε, και από τότε ήταν πολύ ερωτευμένοι οι δυο τους.
Της είπε ότι θα έφευγε το μεσημέρι για να πάει να επισκεφθεί το πατρικό του σπίτι και θα έλειπε για τρεις μέρες. Εκείνη στεναχωρήθηκε γιατί ήθελε να περάσουν το σαββατοκύριακο. Τον φίλησε και του είπε ότι θα τον περιμένει να γυρίσει.
Έφτασε στο πατρικό του γύρω στης πέντε το απόγευμα. Το σπίτι διατηρούνταν σε καλή κατάσταση. Δυο φορές την εβδομάδα ερχόταν κάποιο άτομο και το συντηρούσε.
Αποτελούνταν από το ισόγειο, έναν όροφο και την σοφίτα. Εξωτερικά ήταν επενδυμένο με ξύλο και το περισσότερο μέρος του είχε καλυφθεί από αναρριχόμενα φυτά. Μέσα τα έπιπλα ήταν καλυμμένα με υφάσματα αλλά η σκόνη είχε απλωθεί οπουδήποτε αλλού.
Ο καθηγητής κατευθύνθηκε στο δωμάτιο του παππού του. Καθώς το αντίκρισε αναμνήσεις αναβλήθηκαν αμέσως στο μυαλό του. Ευθεία μπροστά του ήταν ένα παράθυρο και από κάτω το γραφείο, άδειο και σκονισμένο. Δεξιά ήταν μια κενή βιβλιοθήκη και αριστερά ήταν ένας ξύλινος τοίχος που χώριζε το υπνοδωμάτιο από τον χώρο του γραφείου. Η πόρτα αριστερά του έλειπε και μπορούσε να δει το κρεβάτι.
Αφαίρεσε το σεντόνι που ήταν στην καρεκλά του γραφείου και κοίταξε από το παράθυρο που έβλεπε στην πίσω μεριά. Ένα υπέροχο άλσος εκτείνονταν εκεί. Αποφάσισε να κάνει μια βόλτα ανάμεσα απ' τα δέντρα, αφού πρώτα όμως τακτοποιούσε τα πράγματά του.
Ανοίγει την βαλίτσα του πάνω στο κρεβάτι και βγάζει έξω τα πράγματα που είχε πάρει μαζί του. Τοποθετεί τα ρούχα σε μια παλιά ντουλάπα και αφήνει προς στιγμήν τα σκεπάσματα του στο κομοδίνο για να τινάξει το στρώμα του κρεβατιού.
Καθώς το σήκωσε μια μυρωδιά κλεισούρας γέμισε το δωμάτιο. Το στρώμα μάλλον δεν είχε μετακινηθεί ποτέ του από τότε που εγκαταλείφθηκε το σπίτι. Όταν τελείωσε με το τίναγμα το τοποθέτησε άθελα του ανάποδα στο κρεβάτι. Θέλοντας να το γυρίσει στην σωστή του πλευρά, πρόσεξε ότι σε μια γωνία του ήταν μπαλωμένο και ότι ένα αντικείμενο φαινόταν κάτω από το ύφασμα. Το περιεργάζεται με τα χέρια του και καταλαβαίνει ότι είναι κάτι σαν βιβλίο ή τετράδιο. Αφαιρεί το μπάλωμα και βλέπει ότι ήταν ένα καφετί τετράδιο με χοντρό εξώφυλλο.
Το αφήνει πάνω στο γραφείο, στρώνει γρήγορα το κρεβάτι και κάθεται για να περιεργαστεί το εύρημα που ανακάλυψε. Καθώς το περιεργάστηκε λίγο, καταλαβαίνει ότι ήταν το ημερολόγιο του παππού του και άρχισε και το διαβάζει.
Από εκείνη τη στιγμή άρχισαν όλα. Ήξερε ότι ο παππούς του ήταν αρχαιολόγος, αλλά δεν ήξερε ότι είχε συμμετάσχει στην ανακάλυψη και στην ανασκαφή του ναού των επιγραφών στο Παλένκε του Μεξικού. Σε αυτόν τον ναό ήταν θαμμένος, κάτω από μια μυστική πέτρινη κρύπτη, ο βασιλιάς των Μάγια «Πακάλ».
Πολλά ενδιαφέροντα πράγματα διάβασε ο καθηγητής σε αυτό το ημερολόγιο. Και τις τρεις ημέρες που ήταν σπίτι δεν βγήκε καθόλου έξω και κοιμήθηκε ελάχιστα, γιατί ήταν απορροφημένος από τις σημειώσεις του παππού του. Δεν σταμάτησε ακόμα και όταν γύρισε πίσω στο πανεπιστήμιο. Πέρασε ώρες ατελείωτες στην βιβλιοθήκη και στο γραφείο του. Είχε παραμελήσει όλες του τις υποχρεώσεις. Ακόμα και την δουλειά του την έκανε φευγαλέα έχοντας το μυαλό του στο ημερολόγιο. Η Έλλεν ανησυχούσε φοβερά για την κατάσταση του.
Ύστερα από αρκετούς μήνες μελέτης, ανακάλυψε κάτι φοβερό, όχι μόνο για την αρχαιολογική κοινωνία, αλλά για όλο τον κόσμο.
Κατάφερε να βρει ότι έμποροι της εποχής των Μάγια, οι Πολμ όπως ονομαζόταν, είχαν πουλήσει ένα υπέροχο διαμάντι στον Πακάλ. Αυτός πίστευε ότι όταν πέθαινε, η ψυχή του θα διατηρούνταν μέσα σε αυτό και την κατάλληλη στιγμή θα ανασταινόταν. Έτσι έστειλε το διαμάντι στα νότια μαζί με τους ιερείς του και πολλούς εργάτες για να φτιάξουν ένα ναό γι' αυτό το διαμάντι.
Ο ναός κρατούσε ελάχιστες επαφές με τον υπόλοιπο πολιτισμό των Μάγια λόγο της απόστασης. Έτσι μετά την απότομη παρακμή της αυτοκρατορίας τους το 900 μ.Χ. ο ναός απομονώθηκε εντελώς. Όμως αυτό το παρακλάδι συνέχισε να επιζεί και καταστράφηκε πολύ αργότερα από τους κονκισταδόρ, από όπου υπήρξε και η τελευταία αναφορά για την ύπαρξη του ναού. Δεν αναφέρθηκε όμως ποτέ ότι κάτι πολύτιμο βρέθηκε στον ναό.
Από πληροφορίες που είχε αφήσει η τότε Ισπανική αυτοκρατορία στην νότιο Αμερική, ο καθηγητής κατάφερε να υπολογίσει περίπου την θέση του ναού. Πίστευε ότι βρισκόταν νότια της Γουιάνας, πάνω από τον Αμαζόνιο. Επίσης αναλύσεις και χάρτες που είχε σχεδιάσει ο παππούς του στο ημερολόγιο τον βοήθησαν να εντοπίσει την θέση του ναού.
Τον Ιούλιο του 1932 η περιπέτεια που ήθελε να ζήσει ο καθηγητής επιτέλους είχε εμφανισθεί. Αποφασίζει να οργανώσει μια αποστολή για την εύρεση του διαμαντιού. Δεν το είπε όμως σε κανέναν. Ήθελε να το ζήσει όλο αυτό μόνος του. Να ζήσει μόνος του την περιπέτεια. Στο μόνο άτομο που το είπε ήταν η Έλλεν.
Της εξηγεί τη σοβαρότητα της κατάστασης και τους πολλούς κίνδυνους του ταξιδιού αλλά εκείνη φοβόταν να τον αφήσει μόνον του με ξένους και επίσης φοβόταν να καθίσει μόνη της πίσω. Έτσι τον πείθει παρά τις αντιρρήσεις που είχε.
Έτσι ξεκινούν και οι δυο τους για το Αποτέκι της νότιας Γουιάνας. Από εκεί θα οργάνωναν και την αποστολή τους. Πληρώνουν τρεις γερούς αχθοφόρους για να τους κουβαλούν τις προμήθειες, έναν κυνηγό για τις τυχών δυσκολίες και ένα διερμηνέα που ήξερε τις γλώσσες των ινδιάνικων φυλών που ζούσαν νότια μέσα στην ζούγκλα του Αμαζονίου.
Ο πρώτος προορισμός τους ήταν οι Τλασκάλα, μια φυλή συμφιλιωμένη με τον υπόλοιπο κόσμο αλλά πιστή στις παραδόσεις της. Εκεί βρήκαν οδηγούς για την εισχώρησή τους στα ενδότερα της ζούγκλας. Οι Τλασκάλα τους προειδοποίησαν ότι πολύ βαθιά στην ζούγκλα υπάρχουν ακόμα άγριες φυλές που δεν συμπαθούσαν τον έξω κόσμο καθόλου. Έπρεπε να προσέχουν πολύ.
Ο καθηγητής έδειξε στους οδηγούς, από το ημερολόγιο του παππού του, επιγραφές των Μάγια που είχε αντιγράψει όπως και τους χάρτες που είχε. Ο γηραιότερος από τους τρεις οδηγούς κατάλαβε από τις επιγραφές προς πια κατεύθυνση ήταν ο ναός, και είπε ότι μπορεί να τους οδηγήσει μέχρι εκεί.
Μετά από δυο βδομάδες κουραστικής πορείας μέσα στην ζούγκλα, οι οδηγοί τους πληροφόρησαν ότι ήταν πολύ κοντά στον ναό, αλλά επειδή νύχτωνε και επειδή ήταν κοντά στην περιοχή των Σερόα, μιας άγριας φυλής, έπρεπε να ξεκουραστούν και να ξεκινήσουν την άλλη μέρα το πρωί.
Ο καθηγητής αποφάσισε να φυλάξει πρώτος αυτός σκοπός μαζί με τον Ρόναλντ Σον τον κυνηγό. Ο καθηγητής δεν νύσταζε καθόλου γιατί είχε στο μυαλό του συνεχώς το ναό. Ήταν τόσο κοντά του, αλλά δεν μπορούσε να τον δει μέχρι το πρωί. Έτσι προχώρησε 20 περίπου μέτρα από τους υπόλοιπους, για να νιώθει πιο κοντά σε αυτόν. Αυτό ήταν και η σωτηρία του.
Λίγο μετά τα μεσάνυχτα επιτέθηκαν οι Σερόα στον καταυλισμό. Τους σκότωσαν όλους. Ο καθηγητής που ήταν απομακρυσμένος άκουσε φωνές. Γυρίζει έντρομος να δει τι συνέβαινε και βλέπει τους άγριους ινδιάνους να σφάζουν την αποστολή. Τότε πανικόβλητος τρέχει για να τους ξεφύγει. Χωρίς να το έχει συνειδητοποιήσει έτρεχε προς τη μεριά του ναού. Οι Σερόα τον καταλαβαίνουν και αρχίζουν να τον κυνηγάνε μέσα στην ζούγκλα.
Μετά από περίπου δυο ώρες καταδίωξης, ο καθηγητής τους είχε ξεφύγει αρκετά και μην ακούγοντας τους άλλο, γονατίζει από την κούραση. Καθώς σηκώνει το κεφάλι του βλέπει μπροστά του τον ναό. Τον κοιτάει θαμπωμένος για μισό λεπτό. Τότε ακούει φωνές πίσω του. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα τρέχει προς τον ναό.
Προλαβαίνει να κρυφτεί πίσω από έναν χαμηλό μισογκρεμισμένο τοίχο τη στιγμή που οι Σερόα έβγαιναν από τη ζούγκλα. Μέσα από μια χαραμάδα βλέπει ότι οι ινδιάνοι που τον ακολουθούσαν ήταν έξι. Δύο όμως από αυτούς πλησίαζαν προς το μέρος του. Μην ξέροντας τι να κάνει, πιάνει ένα αντικείμενο που βρισκόταν δίπλα του και το πετάει μακριά, σε κάτι ψιλά χόρτα για να αποσπάσει την προσοχή τους. Ο ένας κατευθύνθηκε γρήγορα στο σημείο αυτό.
Ξαφνικά, βλέποντας ο ινδιάνος το μέρος όπου στεκόταν το αντικείμενο, άρχισε να φωνάζει τρομαγμένος και να δείχνει τους υπόλοιπους. Ο πιο ψηλός από αυτούς φοβισμένος, πλησιάζει και αυτός το αντικείμενο. Το κοιτάει και άρχισε να υποχωρεί φοβισμένα. Με τρόμο πληροφορεί και τους άλλους και άρχισαν όλοι να τρέχουν μακριά και να χάνονται μέσα στη ζούγκλα.
Αφού πρώτα σιγουρεύτηκε ότι ήταν μόνος του, απορημένος ο καθηγητής προχωράει στο μέρος όπου πέταξε το αντικείμενο, για να δει τι ήταν αυτό που τους τρόμαξε. Βλέπει έκπληκτος, ότι αυτό που πέταξε ήταν ένα παλιό κράνος ισπανού στρατιώτη. Είχε κάτσει κατά τύχη πάνω σε ένα σπαθί και μάλλον οι ινδιάνοι το θεώρησαν κακό σημάδι και πιθανότατα για αυτό έτρεξαν φοβισμένοι.
Αφού έλεγξε ξανά ότι κανείς ινδιάνος δεν υπήρχε κοντά, αποφάσισε να ανέβει τα σκαλιά του ναού και να διαβεί την πύλη του. Καθώς ανέβαινε πρόσεξε τα πέτρινα αυλάκια που υπήρχαν στην σκάλα. Δεν είχε ξαναδεί ποτέ κάτι παρόμοιο και ούτε είχε ακούσει τίποτα. Παραξενεύτηκε πολύ, αλλά συνέχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά ώσπου έφτασε στο κεντρικό δωμάτιο στην κορυφή του ναού.
Μέσα στο δωμάτιο επικρατούσε πολλής θόρυβος εξαιτίας του καταρράχτη. Ο καθηγητής κοίταξε γύρω του. Οι τοίχοι ήταν άδειοι, δεν υπήρχε τίποτα σε αυτούς, ούτε ίχνη ότι κάποτε υπήρξαν τοιχογραφίες πάνω τους. Στο κέντρο υπήρχε ένας βωμός και πίσω από αυτόν υπήρχε το χάσμα όπου έπεφτε ο καταρράχτης. Κοιτώντας μέσα στην τρύπα δεν έβλεπες τίποτα. Μόνο άκουγες τον ήχο του νερού όταν έσκαγε στο έδαφος. Καταλάβαινες ότι χανόταν πολύ βαθιά μέσα στην γη.
Ο καθηγητής πλησιάζει τον βωμό και βλέπει ότι πάνω στο κέντρο του υπήρχαν παρόμοια ιερογλυφικά με αυτά που είχε σημειώσει ο παππούς του στο ημερολόγιο του. Το βγάζει έξω για να σιγουρευτεί και βλέπει ότι ήταν ακριβώς τα ίδια, αλλά με αντίθετη σειρά.
Τα περιεργάζεται πιο προσεχτικά και βλέπει ότι μπορούσαν να βγουν από τη θέση τους. Ήταν πλακίδια και δεν ήταν ζωγραφισμένα απευθείας πάνω στην πέτρα του βωμού. Ο καθηγητής τα έβγαλε όλα και πρόσεξε ότι από κάτω τους υπήρχε μια προεξοχή διαφορετικού μήκους στο καθένα.
Κοιτάζει για άλλη μια φορά το ημερολόγιο του και μια σκέψη του έρχεται στο μυαλό. Αυτά τα κομμάτια πρέπει να ήταν ένα αρχαίο παζλ. Αν λοιπόν τα έβαζε στη σωστή σειρά τότε ίσως κάτι να γινόταν. Κοιτώντας λοιπόν το ημερολόγιο, βάζει τα κομμάτια όπως ήταν σημειωμένα εκεί.
Αυτό ήταν. Ο τοίχος πίσω από τον καταρράχτη άρχισε να σηκώνεται. Ενώ πρώτα ο καταρράχτης έπεφτε στο εσωτερικό του ναού, τώρα περνούσε πάνω από τον ναό, μέσα από τα πέτρινα αυλάκια δίπλα από την σκάλα και χυνόταν στην βάση του. Από εκεί το νερό έμπαινε σε κάτι πέτρινα αυλάκια που πριν ήταν καλυμμένα από χώματα και οδηγούσαν το νερό απευθείας στο ποτάμι.
Έκπληκτος ο καθηγητής για ακόμη μια φορά από την τεχνολογία που είχαν αναπτύξει οι Μάγια, κοίταζε την οροφή και άκουγε το νερό που έσκαγε στην αρχαία πέτρα. Μπροστά του τώρα είχε ανοίξει μια είσοδος και μια στενή γέφυρα είχε εμφανιστεί πάνω από την τρύπα του καταρράχτη και έφτανε έως τον βωμό.
Ο καθηγητής περνάει τη γέφυρα και στέκεται μπροστά στην είσοδο που εμφανίσθηκε. Υπήρχε μια σπηλιά εκεί και σκαλιά κατέβαιναν προς τα κάτω τα οποία ήταν λαξευμένα πάνω στον βράχο.
Φτιάχνει ένα πρόχειρο δαυλό με ένα κομμάτι ξύλο, το πουκάμισο του και ξερές κληματσίδες και κατεβαίνει τα σκαλιά για να δει που θα τον οδηγήσουν.
Κατέβαινε σκαλιά για πέντε λεπτά περίπου και στο τέλος βρέθηκε μπροστά από έναν διάδρομο. Δεξιά του και αριστερά του οι τοίχοι ήταν γεμάτοι από τοιχογραφίες. Όλη η ιστορία των Μάγια εξιστορούνταν μέσα από τις ζωγραφιές. Η δημιουργία της αυτοκρατορίας τους και η κατάρρευση της, η τεχνολογία τους, οι συνήθειές τους ακόμα και η διατροφή τους. Τα πάντα για τους Μάγια αναφερόταν σε αυτόν τον τεράστιο διάδρομο.
Προχωρώντας και κοιτώντας για αρκετή ώρα τις τοιχογραφίες, φτάνει τέλος σε αδιέξοδο. Μπροστά του υπήρχε ένας τοίχος. Πάνω σε αυτόν ήταν ζωγραφισμένος ο Πακάλ. Στο ένα του χέρι κρατούσε το σκήπτρο της εξουσίας και στο άλλο ένα διαμάντι.
Κοιτώντας για αρκετή ώρα την ζωγραφιά του Πακάλ αρχίζει να την ψηλαφίζει με τα χέρια του προσπαθώντας να ανακαλύψει το μυστικό της. Ακούμπησε το κεφάλι του, το σκήπτρο, το διαμάντι, μα τίποτα δεν συνέβη.
Σκέφτηκε για αρκετή ώρα, καθώς το μυαλό του είχε κολλήσει μετά από όλες αυτές τις περιπέτειες, τι ήταν αυτό που ήθελε ο Πακάλ. Ήθελε την ανάσταση και πίστευε ότι θα προερχόταν μέσα από το διαμάντι, αφού όμως πρώτα, φυλακιζόταν η ψυχή του εκεί. Για να φυλακιστεί η ψυχή του, έπρεπε πρώτα να πεθάνει, δηλαδή να χάσει την ζωή του. Το κυριότερο όργανο που δίνει ζωή είναι η καρδιά. Άρα αυτά τα δύο πρέπει να είναι το κλειδί.
Βάζει το ένα του χέρι πάνω στο διαμάντι που κρατούσε ο Πακάλ και το άλλο στην καρδιά, και πιέζει προς τα μέσα. Τα τούβλα υποχώρησαν, και ο τοίχος άρχισε να τρέμει. Σκόνες και χώματα έπεφταν από το ταβάνι. Ξαφνικά ο Πακάλ πηγαίνει προς τα πίσω. Η μυστική πόρτα άνοιγε.
Όταν σταμάτησε η πόρτα να τρέμει και τίποτα δεν κουνιόταν, ο καθηγητής προχώρησε στο εσωτερικό του δωματίου που δημιουργήθηκε. Το φως του δαυλού δεν το φώτιζε ολόκληρο το δωμάτιο και δεν μπορούσε να προσδιορίσει το μέγεθος του. Σηκώνοντας τον δαυλό ψηλότερα, για να φωτίσει περισσότερο, βλέπει την άλλη μεριά του δωματίου. Εκεί, μέσα στο στόμα ενός πέτρινου φιδιού στεκόταν ένα διαμάντι. Το διαμάντι που έψαχνε. Η «ψυχή του Πακάλ».
Τρέχει προς αυτό και στέκεται ακριβώς μπροστά του. Υπήρχε πραγματικά εκεί. Ήταν μεγάλο ίσα με τη χούφτα του καθηγητή και λαμπερό όσο χίλια αστέρια. Καθαρό, ανεκτίμητο, ο πόθος του καθηγητή.
Ξαφνικά, τη στιγμή που απλώνει το χέρι του για να το πάρει, εξαφανίστηκε. Μετά εξαφανίστηκε το φίδι όπου στεκόταν, ύστερα ολόκληρο το δωμάτιο. Τώρα στεκόταν στον αέρα, μέσα σε μια άβυσσο. Τέλος εξαφανίστηκε και ο ίδιος. Και όλα ήταν μαύρα.
Τότε ένας νεαρός, που φορούσε στο κεφάλι του ένα περίεργο κράνος, φωνάζει καθώς το έβγαζε. « Πως έγινε αυτό; Δεν έδωσα εντολή να γίνει κάτι τέτοιο. ».
« Έλα ηρέμησε. » του λέει ένα άλλο παιδί που στεκόταν πίσω του. « Εγώ έκλεισα την κονσόλα εικονικής πραγματικότητας. ».
«Γιατί το έκανες αυτό; Ξέρεις πόσο παιδεύτηκα για να το πάω τόσο μακριά; ».
«Άσε τα ψέματα. Το έχεις παίξει χιλιάδες φορές αυτό το παιχνίδι. Και άλλωστε τι φωνάζεις; Θα το ξαναπάς στο ίδιο σημείο. Είμαι σίγουρος. ».
« Ήμουνα σχεδόν ως το τέλος της πέμπτης πίστας. Δεν πρόλαβα ούτε να το σώσω. ».
« Δεν το έκλεισα όμως για πλάκα. Το έκλεισα γιατί θα αργούσαμε στην γιορτή. ».
« Ποια γιορτή; ».
« Κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις; Μα φυσικά την γιορτή της πρωτοχρονιάς! ».
« Έχω βαρεθεί τις πρωτοχρονιές! ».
« Δεν έχεις κλείσει ακόμα ούτε τα 20 και έχεις βαρεθεί τις πρωτοχρονιές; Άλλωστε αυτή δεν είναι μια τυχαία πρωτοχρονιά. Σε λίγα λεπτά θα κλείσουμε το μισό της χιλιετίας μας. Θα διαβούμε στο 2500. Σήκω τώρα να πάμε στην αίθουσα των γιορτών. Θα γίνετε χαμός αυτήν την στιγμή. Θα είναι και τα κορίτσια εκεί! ».
«Και δεν το έλεγες τόση ώρα. Πάμε γρήγορα!».