Η ώρα είναι έξι παρά δύο το απόγευμα. Έξω βρέχει. Μισούσα την βροχή από μικρός. Από εχθές το μεσημέρι που ξεκίνησαν όλα, δεν είχε σταματήσει ούτε λεπτό. «Μέχρι και ο Θεός κλαίει», λέω στον εαυτό μου για να τον παρηγορήσω. Στο παράθυρο σχηματίζονται μικροί καταρράχτες από το βρόχινο νερό και τους παρακολουθώ, μην ξέροντας τι άλλο να κάνω σε αυτήν την θανατηφόρα αναμονή.
Το τηλέφωνο κουδούνισε στις οχτώ ακριβώς όπως το περιμέναμε. Ο Τ. Ν. ο ιδιωτικός ντετέκτιβ, μου έτεινε τρία από τα δάχτυλα του αριστερού του χεριού. Ύστερα δυο, ύστερα ένα και τέλος. Εγώ σηκώνω παράλληλα με την τελευταία κίνηση του το ακουστικό μου. Εκείνος πάνω από τις κονσόλες του και τα μηχανήματα ηχογράφησης δίνει με ένα βλέμμα το σήμα της έναρξης λειτουργίας στους συνεργάτες του και σηκώνει το δικό του ακουστικό.
«Παρακαλώ;» είπα ξερά. Από την άλλη άκρη της γραμμής ακούγονταν φανερά αλλοιωμένη η άλλη φωνή. «Ελπίζω να ακολούθησες τις συμβουλές μου και να μην απευθύνθηκες στην λύση της αστυνομίας. Θα κατάλαβες φυσικά ότι δεν αστειεύομαι και .», «Σκουλήκι θα το πληρώσεις αυτό που έκανες όπως και να 'χει! Μ' ακούς;». Ο Τ. Ν. αμέσως πετάχτηκε και μου έκανε νόημα να ηρεμήσω . Και είχε δίκιο, γιατί τον εξαγρίωσα. «Άκουσε να σου πω! Δεν έχεις εσύ το πάνω χέρι και ούτε πρόκειται να το έχεις. Αν δεν θέλεις να λάβεις και άλλο δάχτυλο της κόρης σου ταχυδρομημένο, καλύτερα να ηρεμήσεις και να κανείς ότι σου πω. Κατάλαβες ;!;!»
Τι σημαίνει άραγε το να έχεις λεφτά; Μήπως τα λεφτά τα κάνουν όλα; Όταν ήμουν μικρός άλλα μου μάθανε. Με τα λεφτά δεν γίνεσαι ευτυχισμένος. «Πρέπει να τα πηγαίνεις καλά με τους ανθρώπους γύρω σου», μου λέγανε. «Να μην πληγώσεις κανέναν και κυρίως κάποιον συγγενή σου». Τώρα όμως χρειάζομαι λεφτά για κάποιον συγγενή μου αλλιώς θα πάψω να είμαι ευτυχισμένος. Τι γίνεται λοιπόν όταν τα λεφτά και η ευτυχία συγκρούονται; Ποιος σου μαθαίνει τι πρέπει να κανείς σε τέτοιες περιπτώσεις;
Και αυτή η βροχή δεν λέει να σταματήσει. «Θα σταματήσεις επιτέλους;»
«Ζητάει xxxxxx ευρώ», λέω στον Τ. Ν. «Το ποσό δεν είναι και τραγικά μεγάλο. Θα μπορούσε να ζητήσει πολλά περισσότερα. Οι άθλιοι ερασιτέχνες! Δεν ξέρουν με ποιον τα βάλανε». «Εγώ διατηρώ τις αμφιβολίες μου για το αν είναι ερασιτέχνες, γιατί το γράμμα που έλαβες άλλα μου δείχνει, αλλά τους εντοπίσαμε πολύ εύκολα.», μου λέει ο Τ. Ν. καθώς σημείωνε κάτι σε ένα χαρτί. «Είσαι σίγουρος ότι θέλεις να συνεχίσουμε Μ. ;» μου λέει με ένα σκεπτικό βλέμμα. «Τι ερώτηση είναι αυτή;», του φωνάζω αγριοκοιτάζοντας τον «Φυσικά και θέλω να συνεχίσουμε. Το σχέδιο μου θα ακολουθηθεί κατά γράμμα». «Όπως επιθυμείς!».
Βλέπω τον Τ. Ν. να απομακρύνεται από το σαλόνι και να κατευθύνεται προς την είσοδο. Δεν έπρεπε να του είχα φωνάξει έτσι. Με έχει βοηθήσει σε πολλές καταστάσεις τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια και με ξέρει και τον ξέρω πολύ καλά. Ελπίζω να καταλαβαίνει σε τι κατάσταση βρίσκομαι αυτή την στιγμή.
Κλείνω το τηλέφωνο. Σκέφτομαι.
Έξι δις άνθρωποι πιστεύουν στον Θεό. Το ειρωνικό όμως είναι ότι τσακώνονται και πολεμούν για τον τρόπο που πρέπει να τον πιστέψουν.
Εγώ αυτή την στιγμή παρακαλώ τον Θεό να πετύχει το σχέδιο μου. Να τρομάξω αρκετά τον Μ. Ζ. για να πάρω το αναθεματισμένο ποσό.
Το ποσό! Σαν τραπεζίτης μιλάω. Εγώ που δεν πείραξα ποτέ κανέναν. Εγώ που ήθελα να βοηθάω τους ανθρώπους, όπως με μάθανε από μικρό. Γι' αυτό έγινα και νοσηλευτής άλλωστε.
«Το παιδί!» αναφωνώ αμέσως. Το ξέχασα εδώ και δυο ώρες. Ελπίζω να μην έχει πάθει τίποτα. Ανοίγω την πόρτα του δωματίου. Το παιδί έπαιζε νωχελικά με τις κούκλες που του είχα δώσει. «Πώς τα πας Ν. ;» την ρωτάω ευγενικά. Φυσικά δεν μου απάντησε. «Μα εσύ φαίνεσαι μεγάλη και εγώ ξέρω ότι τα παιδία της ηλικίας σου μπορούν και μιλάνε». Με κοιτάει και ένα χαμόγελο σκάει απαλά στα χείλη της. Πόσο χαρούμενο με κάνουν τα παιδιά όταν γελάνε. «Πόσο χρονών είσαι λοιπόν; Αυτό τουλάχιστον μπορείς σίγουρα να μου το πεις». Η μικρή σηκώνει τα δυο της τα χέρια και μου δείχνει με τα δάχτυλα της. Στενοχωρήθηκα για λίγο στην αρχή που δεν μου μίλησε αλλά τουλάχιστον είχαμε μια επικοινωνία. «Δέκα λοιπόν! Είσαι αρκετά μεγάλη βλέπω. Σχεδόν ολόκληρη γυναίκα». Η μικρή χαμογέλασε πιο πλατιά.
Από προχθές το βράδυ που χάθηκε η μικρή μου Ν. δεν μπορώ να κλείσω μάτι. Δεν θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου για αυτό που έγινε. Τίποτα δεν μπορεί να με παρηγορήσει αυτή την στιγμή. Το μυαλό μου γυρνάει γύρω από το κομμένο της δάχτυλο που είδα μέσα στο φάκελο. Έπρεπε εξαρχής να πάρω στα σοβαρά αυτόν τον τύπο. «Δεν το πιστεύω!».
Ένας από τους βοηθούς του Τ. Ν. γυρίζει και με κοιτάει. Τον κοιτάω και εγώ και στρέφει αλλού το βλέμμα του αμέσως. Τρεις μέρες τώρα αυτήν την φράση με ακούν όλοι τους να αναφωνώ. Πως μπόρεσε το κτήνος να κόψει το δάχτυλο της μικρής μου Ν. Πως μπόρεσε; Πως μπόρεσε;
Και αυτή η βροχή δεν κάνει τίποτα. Όσο παρήγορη και αν ακουγόταν από πάντα στα αυτιά μου, αυτές τις ώρες, πραγματικά, δεν κάνει τίποτα. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να την κοιτάω και να μετράω τις σταγόνες της. Μία, δύο, τρεις. Κάθε μια της μου μοιάζει με αιώνα. Αχ! Μικρή μου Ν. θα με συγχωρέσεις ποτέ;
Το δάχτυλο σου! Ο φάκελος! Το κτήνος! «Δεν το πιστεύω!».
Είναι πολύ όμορφο να βλέπεις ένα παιδί να παίζει. Η χαρά του μεταδίδεται και σε εσένα. Οι κινήσεις που κάνει όταν κουνάει τα παιχνίδια για να τους δώσει ζωή είναι μαγευτικές. Είναι ο κόσμος τους. Θα έκανα τα πάντα για να μπορούσα να ζήσω και εγώ σε αυτόν τον κόσμο.
Γεύομαι πίκρα στην γλώσσα μου αμέσως. Πρέπει να έχω λίγο παγωτό στην κατάψυξη του ψυγείου μου. Το πήρε το μάτι μου κάποια στιγμή εχθές. Κατευθύνομαι προς την κουζίνα. Ανοίγω το ψυγείο. Ανοίγω την κατάψυξη.
Ένας τρόμος με καταβάλει με αυτό που βλέπω. Και αμέσως προσγειώνομαι στην πραγματικότητα. Να γιατί είχε πάρει το μάτι μου το παγωτό. Ένα χέρι μέσα σε μια διαφανή , πλαστική σακούλα βρίσκεται εκεί. Έχει το ένα δάχτυλο του κομμένο. Αρπάζω το παγωτό και κλείνω αμέσως την πόρτα του ψυγείου. Αυτό το χέρι με έκανε να φανώ ένα κτήνος.
Αν είσαι νοσηλευτής στην μεγαλύτερη κλινική της πόλης, που παρεμπιπτόντως την διευθύνει ο Μ. Ζ. - ο καλύτερος γιατρός της πόλης - , που αυτήν την στιγμή η κόρη του βρίσκεται μέσα στο δωμάτιο μου. Ε, τότε δεν είναι και πολύ δύσκολο να έχω τις διασυνδέσεις μου με φίλους που δουλεύουν σε νεκροτομία και να βρω ένα χέρι μικρού παιδιού. Η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν να κόψω το δάχτυλο από το κρύο χέρι και να το στείλω στον Μ. Ζ. Σίγουρα τον τρόμαξα αρκετά γιατί δεν επικοινώνησε με την αστυνομία.
Διώχνω την αποκρουστική αυτή σκέψη αμέσως από το μυαλό μου. «Ν. μήπως θέλεις λίγο παγωτό;».
Μία, δύο, τρεις, τέσσερις. Συνέχεια χάνω το μέτρημα. Μία, δύο, τρεις, τέσσερις, πέντε. Το μυαλό μου είναι αλλού αυτή την στιγμή. Στην κόρη μου. Η βροχή δεν μπορεί να κάνει τίποτε για να με ηρεμήσει ή να με αποσπάσει τουλάχιστον για λίγο από τα πρόσφατα γεγονότα. Από μικρός, όταν βρισκόμουν σε δυσκολία, μετρούσα τις σταγόνες. Αλλά τώρα δεν γίνεται τίποτα.
Μόνο ένα πράγμα θα μπορούσε να με ηρεμήσει τώρα. Μόνο ένα άτομο. Η γυναίκα μου η Φ. Η μαμά της κορούλας μου. Της κορούλας μας.
Πάνε τέσσερα χρόνια που έχει φύγει από κοντά μας. Στην αρχή πηγαίναμε και την επισκεφτόμασταν συχνά. Της πηγαίναμε βιολέτες που της άρεσαν τόσο πολύ. Αλλά όσο μεγάλωνε η Ν. δεν ήθελε να πηγαίνουμε άλλο. Και όλο αραιώναμε τις επισκέψεις μας. Και όλο τις αραιώναμε. Ώσπου φτάσαμε σε ένα σημείο όπου δεν πηγαίναμε καθόλου.
Αυτό ήταν καλό όμως. Η Ν. άρχισε να αισθάνεται πολύ καλύτερα. Άρχισε να μιλάει και πάλι. Όχι πολλές λέξεις, αλλά άρχισε. Και της μοιάζει τόσο πολύ. Όσο μεγαλώνει και περισσότερο. Και όλο μου θυμίζει την μανούλα της.
Ο Τ. Ν. μπαίνει γρήγορα στο δωμάτιο. Ξέρω ότι τα έχει καταφέρει. «Μ. τον βρήκαμε. Αυτό είναι το όνομα του. Πρέπει να τον ξέρεις.»
«Ν. η μαμά μου είναι που άρρωστη» της λέω καθώς την έβλεπα να καταβροχθίζει το παγωτό. «Μπορεί τώρα να μην καταλαβαίνεις γιατί στο λέω, αλλά όταν μεγαλώσεις θα καταλάβεις». Η μικρή με κοιτάει με ένα αθώο βλέμμα. «Στο λέω γιατί ξέρω για την δική σου την μαμά, και ξέρω ότι μια μέρα θα με καταλάβεις». Σκύβει το κεφάλι και συνεχίζει να τρώει το παγωτό της.
Η μικρή έχει περάσει πολλά. Την καταλαβαίνω. Δεν είναι και λίγο να χάνεις την μητέρα σου στα πέντε μόλις χρόνια σου . Σίγουρα όταν μεγαλώσει θα με καταλάβει.
Θα καταλάβει γιατί αγαπούσε την μητέρα της όσο αγαπώ και εγώ την δική μου. Δεν θέλω όταν μεγαλώσει να με νομίζει ένα κτήνος. Ένα κτήνος που δεν νοιαζόταν για τίποτα. Αν και ξέρω ότι θα της πουν πολλά και θα δηλητηριάσουν την σκέψη της και την γνώμη που θα έχει σχηματίσει για εμένα.
Η σκέψη μου κατευθύνεται στην μητέρα μου. Ελπίζω να είναι καλά αυτή την ώρα σπίτι της. Της είπα να πάρει το φάρμακο της αλλά δεν πιστεύω να με άκουσε. Ξέρει για το μέλλον της πολύ καλά και δεν κάνει τίποτα για να το αλλάξει. Και εγώ το ξέρω ότι δεν μπορεί να αλλάξει έτσι απλά. Χρειάζεται επέμβαση υποχρεωτικά και το συντομότερο δυνατόν.
Όταν πάρω τα λεφτά θα πετάξουμε Νότια. Θα την πάω στο καλύτερο νοσοκομείο και θα γίνει καλά. Και τότε εκεί θα ζήσουμε ευτυχισμένοι οι δυο μας, σε ένα ωραίο σπιτάκι με πολλά λουλούδια -και όχι απλά ένα μπουκέτο σε ένα βάζο σαν αυτό που έχω πάνω στο τραπέζι μου-, και ίσως να δει και ένα εγγονάκι που τόσο πολύ λαχταρά.
Σχηματίζω το «σκηνικό» στο μυαλό μου και χαμογελάω. «Άλλο έχει;» μου λέει η Ν. και το χαμόγελο μου γίνεται το μεγαλύτερο που έχει σχηματίσει το πρόσωπο μου εδώ και πολλές μέρες. Παρά πολλές.
«Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι είναι αυτός» φωνάζω. «Ένας άνθρωπος μέσα από την δουλειά μου;» Κατευθύνομαι και πάλι στο παράθυρο. «Δεν είναι δυνατόν να είναι αυτός!». Κλείνω τα μάτια και τον φέρνω στο μυαλό μου. «Μα πως μπόρεσε ο Κ. Ρ. να μου το κάνει αυτό;».
Ο Κ. Ρ. είναι ένας από τους καλύτερους νοσηλευτές της κλινικής. Πάντα πρόθυμος και πάντα με το χαμόγελο στα χείλη. Αν και τώρα τελευταία που το καλοσκέφτομαι αυτό το χαμόγελο έχει εξαφανιστεί μέρες τώρα, ή μάλλον μήνες.
Μου φαίνεται ότι είχε κάποιο πρόβλημα με την μητέρα του...
Και αρχίζω να τα θυμάμαι όλα. Πίστευε και πιστεύει ότι μπορεί να την κάνει καλά. Του είχα πει πριν καιρό ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να αλλάξει την κατάσταση της μητέρας του. Αλλά αυτός επέμενε. Σίγουρα το κάνει για να με εκδικηθεί. Αλλά θα του δείξω εγώ. Δεν ξέρει με ποιον τα έβαλε.
«Τ. το σχέδιο αλλάζει! Αλλάζει ριζικά».
Περιμένω την αυριανή μέρα για να μου παραδοθούν τα λεφτά, η Ν. να επιστρέψει σπίτι της και να τελειώσει αυτή η ιστορία έτσι όπως άρχισε. Φυσικά η βροχή συνεχίζει με τον ίδιο ρυθμό να χτυπάει το τζάμι μου. Δεν μπορώ να ακούσω σχεδόν τίποτα από έξω. Ο θόρυβος της καλύπτει τα πάντα. Ούτε να δω μπορώ. Είναι τόσο πυκνή που όπως θα έλεγε και ο παππούς μου -ο πατέρας της μητέρας μου- «εδώ θα μπορούσε άνετα να κολυμπήσει ένα κοπάδι πέρκες».
Μάλλον έχω κουραστεί γιατί αρχίζω να βλέπω φιγούρες έξω στην βροχή. Ίσως θα ήταν καλύτερα να ξαπλώσω στο κρεβάτι μου και να κάνω πως κοιμάμαι. Γιατί σίγουρα δεν πρόκειται να κοιμηθώ. Πάλι μια φιγούρα έξω από το παράθυρο μου. Αυτή την φορά μοιάζει με την μητέρα μου. Σίγουρα πρέπει να πάω στο κρεβάτι μου. Η φιγούρα μου κουνάει το χέρι της. Άλλη μια είναι πίσω της αλλά δεν μπορώ να την διακρίνω καθαρά. Η πρώτη όμως, μοιάζει σίγουρα με την μητέρα μου.
Σαν να κάθεται πολύ ώρα. Δεν λέει να φύγει. Με κοιτάει και συνεχίζει να κουνάει το χέρι της. Μοιάζει πολύ αληθινό. Παρά πολύ αληθινό. Μα. μα. ει. είναι. είναι αληθινό.
«Μητέρα;»
Είναι σίγουρα τρελό αυτό που κάνω. Αλλά αναρωτιέμαι, ο καθένας δεν θα έκανε τα πάντα για την κόρη του; «Όπως και για την μητέρα του», μου λέει ο άλλος μου εαυτός που μόλις αναδύθηκε.
Για την μητέρα του έκανε ακριβώς όσα έπρεπε να κάνει. Ένα δάχτυλο είναι αρκετό για να καλύψει τα πάντα. Άλλωστε δεν μπορούμε να συγκρίνουμε μια ετοιμοθάνατη ηλικιωμένη με ένα δεκάχρονο παιδί που έχει όλη του την ζωή μπροστά. Αμέσως ο άλλος μου εαυτός θάφτηκε στα βαθύτερα μέρη της ψυχής μου. Καλύτερα. Δεν θέλω να έχω τύψεις για αυτό που πάω να κάνω.
«Μητέρα τι κανείς εκεί έξω;» αναφωνώ. Είμαι έτοιμος να βγω αλλά αρχίζω να διακρίνω την δεύτερη φιγούρα καλύτερα. Είναι σίγουρα αντρική και κρατάει όπλο. Ένα όπλο που σημαδεύει την μητέρα μου.
Εκείνη την στιγμή χτυπάει το τηλέφωνο. Διστάζω. Δεν ξέρω τι να κάνω. Χτυπάει. Πρέπει να βγω έξω. Χτυπάει. Ακούγεται πιο δυνατά. Η μητέρα μου είναι έξω και ένα όπλο να την σημαδεύει. Το κουδούνισμα ακούγεται πιο δυνατό - και πιο δυνατό - και πιο δυνατό. Το σηκώνω.
«Ναι;»
«Νόμιζες ότι θα μου την φέρεις;»
«Ποιος είναι;»
«Τολμάς να ρωτάς από πάνω ερασιτέχνη;»
«Ποιος είναι;»
«Είμαι αυτός που τυραννάς τρεις μέρες τώρα. Αλλά να ξέρεις ότι θα πληρώσεις με το ίδιο νόμισμα. Και εσύ θα υποφέρεις περισσότερο από ότι εγώ».
«Ζ; Μα πως; Τόλμησες και κάλεσες την αστυνομία;»
«Η αστυνομία δεν θα με άφηνε ποτέ να κάνω αυτό που θέλω. Υπάρχουν και άλλοι τρόποι φτωχέ μου Ρ. Αλλά που να τους φανταστείς εσύ».
«Η μητέρα πως βρέθηκε εκεί έξω;»
«Άκουσε με αν θέλεις να πάνε όλα καλά και για τους δυο μας. Τώρα εγώ έχω το πάνω χέρι».
«Τι πρέπει να κάνω;»
«Θα κάνουμε μια δίκαιη ανταλλαγή. Θα σου δώσω την μητέρα σου και εσύ θα μου δώσεις την κόρη μου και ένα δάχτυλο σου».
«Όχι! Δεν έχεις καταλάβει καλά. Δεν ξέρεις κάποια πράγματα και έχεις υπολογίσει λάθος την κατάσταση».
«Τολμάς και μου λες όχι;»
Κλείνω το τηλέφωνο γιατί ξέρω ότι δεν πρόκειται να καταλάβει τίποτα με τα λόγια και χωρίς να βλέπει τις αποδείξεις. Κατευθύνομαι στο ψυγείο και αρπάζω το χέρι με το κομμένο δάχτυλο. Ανοίγω την εξώπορτα και βγαίνω έξω στην βροχή. Μια άλλη φιγούρα που δεν την έβλεπα από το παράθυρο με σημαδεύει με το όπλο της και αναγκάζομαι να σταματήσω. Μόλις τρία μέτρα μακριά από την μητέρα μου.
Σηκώνω ψιλά την διάφανη πλαστική σακούλα. «Κοίτα! Δεν έκοψα ποτέ το δάχτυλο της κόρης σου. Μπορούν να σταματήσουν όλα εδώ και κανένας να μην πάθει τίποτα». Κανείς δεν απαντάει. Επικρατεί απόλυτη σιγή. Μόνο την ανάσα μου μπορώ και ακούω και τις σταγόνες που καρφιτσώνουν το πρόσωπο μου.
Εκείνη την στιγμή η Ν. βγαίνει από την εξώπορτα και κατευθύνεται προς το μέρος μου. Βρίζω τον εαυτό μου που ξέχασα να κλειδώσω την πόρτα του δωματίου της. Σίγουρα οι φωνές μου την τράβηξαν εδώ. Για να μην χάσω και την τελευταία μου ελπίδα να βγούμε σώοι εγώ και η μητέρα μου από εδώ, πετάω την σακούλα και πάω να αρπάξω την Ν. για να μπούμε και οι δυο στο σπίτι.
Ένας πυροβολισμός ακούγεται. Βλέπω ένα λευκό φως στο βάθος. Η βροχή σταμάτησε.