Προσπαθώ να κρατάω αποστάσεις από τους άλλους ζητιάνους, για αυτό θα ακούσετε να με αποκαλούν κοροϊδευτικά ο «φιλόσοφος». Ναι, είμαι ένας φιλόσοφος με ολόδικο μου πιθάρι - ένα χαρτόκουτο με μια τρύπα στην μία πλευρά του, τοποθετημένο στο τρίτο στενό της Οδού Αμερικής.
Η κατάσταση του σημερινού ζητιάνου δεν διαφέρει από αυτήν που περιέγραφε κάποτε ο Τζακ Λόντον, ακόμα ψάχνεις στα σκουπίδια των άλλων για τα ρούχα και το φαγητό σου. Περίεργο, αλλά πριν ούτε πού φανταζόμουν πόσες χρήσεις έχει ένα πεταμένο τενεκεδάκι ή πόσο χρήσιμη ως ζακέτα είναι μια εφημερίδα. Όσο για τη γεύση ενός σαπισμένου μήλου αυτή τη συνηθίζεις με τον καιρό.
Ως ζητιάνος τον περισσότερο καιρό είσαι ασθενής. Με άλλα λόγια είτε πραγματικά υποφέρεις από το χώμα που έφαγες το πρωί είτε γιατί αυτή την εικόνα θέλει να βλέπει ο υπόλοιπος κόσμος, έτσι ώστε να σε λυπηθεί για να σου πετάξει τα ψιλά του. Από το βλέμμα τους και μόνο μπορείς να καταλάβεις πολλά για τον χαρακτήρα τους βλέποντας όμως τα πράγματα από την θέση μου, δηλαδή έξω από το εμπορικό κέντρο δίπλα από την μεγάλη πόρτα.
- Να πάρε για να ζήσεις. (Ελπίζω να με βλέπουν και οι γύρω μου. Κοιτάξτε με τον βοηθάω!)
- Ορίστε φτωχέ μου άνθρωπε.( Εντάξει οι αμαρτίες μου συγχωρέθηκαν)
- Τι κρίμα δεν έχω καθόλου ψιλά πάνω μου.(Τα χρειάζομαι για να πάρω τσιγάρα)
- (Γρήγορα κοιτά αλλού, κάνε πως δεν τον είδες)
- Κοίτα χρυσή μου το όμορφο φόρεμα της βιτρίνας. (Καλά γιατί δεν τους μαζεύουν, τι κάνει άραγε η αστυνομία)
και η ζωή τους συνεχίζεται, η δικιά μου όμως θα σταματήσει σε λίγες ώρες.
Ας πάρω τα πράγματα όμως με την σειρά. Πρώτα το αδιάφορο παρελθόν μου. Πριν μερικά χρόνια η κατάσταση μου ήταν πολύ διαφορετική. Νοίκιαζα ένα μικρό διαμέρισμα όπου έμενα μαζί με την γυναίκα μου, προσπαθώντας και οι δύο να βελτιώσουμε την οικονομική μας κατάσταση έτσι ώστε να αποκτήσουμε ένα παιδί. Ζούσαμε από το μαγαζάκι μας, ένα μικρό αλλά πολύ περιποιημένο παντοπωλείο, αλλά που να το προσέξει ο κόσμος όταν ένα τετράγωνο ποιο κάτω ανοίγει ο ΥΠΕΡΟΛΑΣ Market. Γαμώ τις πολυεθνικές μου! Γαμώ! Έτσι χρεοκοπήσαμε, ξεσπιτωθήκαμε, πεινάσαμε, γκρινιάξαμε, χωρίσαμε. Αβοήθητοι. Οι άνθρωποι έχουν γίνει ψυχροί. Σε μια πόλη όλοι είναι ξένοι, η πόλη διατάζει οι άνθρωποι υπακούν με σκυμμένα τα κεφάλια.
- Μην αισθάνεστε. Βιαστείτε. Μην σκέφτεστε. Βιαστείτε. Υπακούτε τους νόμους. Βιαστείτε. Σας παρακολουθούμε. Βιαστείτε.
Οι δουλειές ήταν λίγες, προσπάθησα αλλά... είτε χρειαζόταν δούλους που μπορούν να δουλεύουν ασταμάτητα για 11 ώρες για ψίχουλα είτε ήθελαν άτομα με εξειδικευμένες γνώσεις, που ούτε 50 χρόνια ζωής δεν είναι αρκετά για να τις αποκτήσεις. Ασε που για να μπορέσεις να πάρεις τη θέση πρέπει να περάσεις από κάθε είδους διαλογή και ιατρικούς ελέγχους, και η αμοιβή είναι ένα κομμάτι ψωμί.
Τα παράτησα όλα και φόρεσα στα 35 μου τα ρούχα ενός ζητιάνου. Ενός ζητιάνου που γυρίζει στους σκουπιδότοπους και κάνει κάθε Δευτέρα μπάνιο στο σιντριβάνι στην Πλατεία της Χαράς. Η ίδια κατάσταση και σήμερα.
Όπως κάθε μέρα έτσι και σήμερα πήγα στο κτήριο της Πρόνοιας για το καθιερωμένο μεσημεριανό μου γεύμα ή αλλιώς Κοινωνικό Συσσίτιο. Η μεγάλη αίθουσα ήταν γεμάτη από κόσμο που περίμενε στην ουρά, εκτός από τους ζητιάνους και τους άπορους βλέπεις ακόμα και ολόκληρες οικογένειες μαζί με τα μικρά παιδία τους. Βλέπετε ο μέσος μισθός ενός υπαλλήλου δεν είναι αρκετός ούτε για τα πιο βασικά. Όλοι μαζί περιμένουν σε μια μεγάλη σειρά για να πάρουν την μερίδα τους, ένα πιάτο όσπρια μαζί με ένα κομμάτι κρέας. Στην αίθουσα υπήρχε τρομερή φασαρία και κίνηση, όλα τα τραπέζια της τραπεζαρίας ήταν κατειλημμένα, με το δίσκο του συσσιτίου στα χέρια είδα μια άδεια θέση δίπλα στον Νίκκι.
- Νίκκι, φίλε μου τι έκπληξη. Έχεις μέρες να φανείς από δω, που έμπλεξες πάλι;
Φήμες τον θέλουν να δουλεύει για τον ?όκτορα Χ άλλα προτίμησα να μην τον ρωτήσω.
- Ω! Φιλόσοφε τι κάνεις εδώ;
- Τι εννοείς τι κάνω εδώ; Ήρθα για φαγητό όπως συνηθίζω, τι περίεργο υπάρχει σε αυτό;
- Υπάρχει μια ανακοίνωση με το όνομα σου... Την είδες;
- Όχι.
Από τον πένθιμο τόνο της φωνής του κατάλαβα ότι τα νέα για μένα ήταν άσχημα. Αφήνοντας την θέση μου κατευθύνθηκα προς την είσοδο του κτηρίου. ?εξιά της κεντρικής εισόδου του κτηρίου της Πρόνοιας υπήρχε ο Πίνακας Ανακοινώσεων, μια τεράστια οθόνη που κάλυπτε όλον τον τοίχο και στην οποία οι Κυβερνητικοί Οργανισμοί πρόβαλαν τις ανακοινώσεις τους. Κάθε δημόσιο κτήριο είχε και από έναν Πίνακα Ανακοινώσεων. Ο Πίνακας ήταν γεμάτος από ονόματα, δυσκολεύτηκα πολύ να βρω ανάμεσα σε αυτά το δικό μου, η ανακοίνωση έλεγε: «Κύριε Μπένι Ρ397, σας πληροφορούμε ότι έχετε αξόφλητους δύο συνεχόμενους λογαριασμός οξυγόνου. Αυτή είναι η τρίτη προειδοποίηση μας. Εάν το ποσό τον 233€ δεν καταβληθεί μέχριτις 21:00μμ σήμερονθα αναγκαστούμενα διακόψουμε την παροχή οξυγόνου σας. Ο ΕΥΟ 2 σας ευχαριστεί.»
Πάγωσα. Κοίταξα την ώρα που έγραφε ο Πίνακας 14:43 :56 μου μένανε ακόμα 6 ώρες ζωής. Μήπως έγινε λάθος; Όχι, η ανακοίνωση έλεγε την αλήθεια, όντως είχα ειδοποιηθεί άλλες δύο φορές και αυτή εδώ ήταν η τρίτη. Γονατιστός παρακαλούσα τους περαστικούς να μου δώσουν λεφτά, για να μπορέσω να πληρώσω αυτά τα γαμημένα τα 233€, κατάφερα να μαζέψω μόνο το 1/4 από αυτά.
Με κίνδυνο να χάσω την ζωή μου και το σώμα μου γίνει κομμάτια μοσχευμάτων, κατάφερα να μπω στο πολύ καλά φρουρούμενο οχυρό της «Συνοικία των Ευγενών». Το αποκομμένο τμήμα της πόλης όπου όλοι οι πλούσιοι εξουσιαστές έχουν βρει καταφύγιο, περιτριγυρισμένοι από ένα τοίχο ύψους 7 μέτρων και με χιλιάδες αστυνομικούς. Έλπιζα ότι θα έβρισκα εκεί λίγη ανθρωπιά και λίγα ευρό. Έκανα λάθος, στην «Συνοικία των Ευγενών» τα πράγματα ήταν χειρότερα, ήμουν ένας κυνηγημένος εγκληματίας. Τα κατοικίδια τους ζουν πολύ καλύτερα από κάθε άνθρωπο της άλλης πλευράς του τοίχους. Καθάρματα!
Αυτά τα καθάρματα ήταν που είχαν την ιδέα αυτού του νέου νόμου, την φορολόγηση του οξυγόνου. Δεν ξέρω γιατί αλλά μέσα μου ποτέ δεν πίστευα ότι θα επιχειρούσαν να εφαρμόσουν κάτι τέτοιο. Τώρα μου μοιάζει με σχέδιο εξόντωσης των κοινωνικών παράσιτων.
Μπορεί να πιστεύετε ότι ο σημερινός τρόπος ζωής μου δεν αξίζει τίποτα, ότι αποζητώ έναν σύντομο θάνατο, σε αυτήν την περίπτωση η παραπάνω ανακοίνωση θα φαινόταν σαν η Σωτηρία μου. Ποιος ο λόγος να πληρώσω, και να συνεχιστεί αυτή η άσχημη ζωή μου χωρίς καθόλου ανέσεις και τηλεόραση;
. . .
Θα απαντήσω στην παραπάνω ερώτηση μου με μία άλλη ερώτηση. Πόσοι από σας μπορούν και μιλούν με τα ζώα; Από τότε που κουβαλώ τον τίτλο του ζητιάνου έχω μάθει πολλά πράγματα, τώρα είμαι στο στάδιο της ανακάλυψης αυτών. Τι εννοώ.
Ως ζητιάνος, εκτός του ότι επιβιώνεις με πάρα πολύ λίγο φαγητό, αποκτάς και πάρα πολύ ελεύθερο χρόνο. Για να γεμίσω αυτόν τον μεγάλο ελεύθερο χρόνο μου, άρχισα να επισκέπτομαι την βιβλιοθήκη. Χωρίς να το καταλάβω μου έγινε καθημερινή συνήθεια. Απορροφήθηκα τελείως από τα έργα του Altus, του Παράκελσου, του Αλ-Ραζη, του Τσέημπερς του Γουέι Πο Γιάνγκ, του Ηράκλειτου. Ξεχασμένα βιβλία μιας ξεχασμένης τέχνης.
Η Βιβλιοθήκη ποτέ δεν είχε κόσμο, βλέπετε οι σημερινοί άνθρωποι προτιμούν τα Super Market. Έτσι μέσα σε αυτό τον ήσυχο απομονωμένο χώρο λοιπόν, προσπαθούσα να καταλάβω, να καταλάβω, να καταλάβω, να μάθω. Αυτά τα σκονισμένα βιβλία έγιναν η ζωή μου.
Τώρα, ενώ ένιωθα ότι ήμουν τόσο κοντά, με την ανακοίνωση με καταδικάζουν σε θάνατο. Κάτι πρέπει να κάνω, χρειάζομαι μια άμεση λύση, οι ώρες που μου απομένουν είναι λίγες. Ίσως μια ληστεία ή και φόνος ακόμα να με γλίτωνε από αυτήν την πολύ δύσκολη θέση, εξάλλου δεν έχω τίποτε να χάσω. Όμως το ρίσκό είναι μεγάλο. Και αυτό όχι γιατί μπορεί να σκοτωθώ, αλλά γιατί μπορεί να καταλήξω ανταλλακτικό των πλουσίων.
Με την υπέρμετρα αυξημένη αστυνόμευση που επικρατεί, είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα με συλλάμβαναν πριν ακόμα επιχειρούσα κάτι. Από εκεί και πέρα, το σύνηθες μέλλον κάθε κρατούμενου των αρχών είναι, το σώμα του να τεμαχίζετε σε κομμάτια, τα οποία θα αποτελέσουν μοσχεύματα για τους κατοίκους της «Συνοικία των Ευγενών».
Με αυτό τον τρόπο οι «Ευγενείς» έχουν γίνει αθάνατοι, με σκοπό να κυβερνούν για πάντα χωρίς η εξουσία να φύγει ποτέ από τα χέρια τους.
Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ
20:13 Με την κραυγή του Petrozza στο Outcaaaaast σφηνωμένη στο μυαλό μου, συμφιλιώθηκα με την ιδέα ότι δεν μπορώ να βρω μέχρι τις 21:00 τα λεφτά. Έτσι επέστρεψα στο χαρτόκουτο μου για να γράψω τα παραπάνω λόγια και να πεθάνω λυπημένος.
Μέσα στην λύπηση μου και ενώ είχα τελειώσει το σημείωμα μου, μια μύγα ήρθε και μου ψιθύρισε κάτι στο αυτί, ύστερα με δύο βουητά πέταξε προς τον κάδο σκουπιδιών ακριβώς δίπλα μου.
Δεν κατάλαβα ολόκληρη την φράση της, για αυτό σηκώθηκα και έσκυψα μέσα στον κάδο για να την ξαναρωτήσω.
Ο κάδος ήταν γεμάτος από σκουπίδια. Είδα ότι είχε παρέα. Ένα ολόκληρο κοπάδι από χοντρές μαύρες μύγες είχε μαζευτεί πάνω από ένα άσπρο πράμα που μύριζε σαν γλυκό φρέσκο μέλι. Το περίεργο αυτό άσπρο πράμα έμοιαζε υπερβολικά με ανθρώπινη παλάμη. Με μια ξαφνική κίνηση της παλάμης οι μύγες πέταξαν μακριά βουίζοντας θυμωμένα. Σαστισμένος είδα την παλάμη να απλώνεται προς το μέρος μου και να με καλεί να την τραβήξω έξω από τον κάδο. Χωρίς να νιώσω φόβο άλλα παρακινούμενος από ένα αίσθημα ανεξήγητης χαράς, άρπαξα την παρατεταμένη παλάμη και την τράβηξα με δύναμη έξω.
Το αίσθημα εφορίας μου μεγάλωνε την ίδια ώρα που κάτω από τα σκουπίδια άρχισε προβάλει ο κάτοχος της παλάμης. Ήταν ένα λευκό ανθρωπόμορφο πλάσμα με λεπτά άκρα που φορούσε μια περούκα από μαύρα μαλλιά. Το μαύρο παχύ μουστάκι που κάλυπτε το στόμα του ήταν σίγουρα ψεύτικο, ενώ για ρούχα είχε μια άσπρη ιατρική φόρμα. Δεν μπορώ όμως να πω τίποτα για τα μάτια του!
Όταν τελικά βγήκε ολόκληρος από τον κάδο και στάθηκε απέναντι μου, ξέσπασα σε ανεξήγητα γέλια που δεν έλεγαν να σταματήσουν. Χα-χα-χα. Τρανταχτά χαχανητά που θα ζήλευε ακόμα και ο ίδιος ο Αγιος Βασίλης ανήμερα του Πάσχα. Σίγουρα δεν οφειλόταν στην παράξενη εμφάνιση του επισκέπτη μου.
Με δύο απαλές ευγενικές κινήσεις του δεξιού χεριού του καθάρισε την φόρμα του και στη συνέχεια τακτοποίησε την μαύρη περούκα του. Το γέλιο μου σταμάτησε απότομα όταν άκουσα την ερώτηση του. - Τι ώρα είναι;
Το ψηλό ρολόι της πλατείας έδειχνε 20:32 του το 'πα και του χαμογέλασα! - Έξοχα! Δεν πιστεύω να βιάζεσαι;!!
- Συγνώμη, αλλά σε λιγότερο από 30 λεπτά έχω ένα ραντεβού που δεν μπορώ να το αναβάλω. Τι είσαι; - Το αποτέλεσμα της σπασμένης ισορροπίας του σημερινού κόσμου.
Όπως το υποψιάσθηκα, η απάντηση του ήταν η ίδια με αυτή πού σου 'δίνε η υπέροχη ευωδιά του, κάτι πολύ κοντά σε λεβάντα.
- Ξέρω ότι δε λες όλη την αλήθεια για το πρόσωπο σου, έτσι δεν είναι;!!
Η ερώτηση μου συνοδεύτηκε από ένα ηλίθιο μικρό γελάκι.
Κάνοντας επιτόπου μια μικρή πιρουέτα που τελείωσε με μια υπόκλιση απάντησε: - Πολύ σωστά! Αλλά βλέπεις η ηλιθιότητα κινεί τον κόσμο, πρέπει να ξέρω... τέλος πάντων με λίγα λόγια έχω και δύναμη και γνώση. Και Νερό και Αλάτι.
- Βρίσκομαι στο τέλος της αρχής του ταξιδιού ε; - Μόνο αν εσύ το θέλεις! Α... βλέπω ότι λίγο πριν κάτι έγραφες σε εκείνο το χαρτί.
- Scripta Immortalle,Τα γραπτά μένουν! - Έχεις δίκιο! Θα ήθελα να συμπληρώσω κάτι και εγώ, μπορώ;
- Φυσικά! Να πάρε το μολυβί. - Δεν χρειάζεται, θα χρησιμοποιήσω τα δικά σου χέρια.
Ενώ προσπαθούσα να καταλάβω τη εννοούσε με την τελευταία του φράση, ένιωσα μια ξαφνική παράλυση των χεριών μου που συνοδευόταν από τόση χαρά, που σχεδόν σιγοτραγουδούσα ένα παλιό τραγούδι των Accept.
Screaming just for mercy
I am no monster man
Knowing makes you guilty
Not free of any faults
I see a hot, hot fighting
On controversial sides
To call my mercy killer
'cause I did it right
For love I gave you fading life
For love I had to give you up
I am no monster man - mercy or crime
Dead or alive dead or alive
I am no monster man - mercy or crime
Στο χαρτί άρχισε να γράφεται: « Για σένα που δεν αναζητείς και αναρωτιέσαι ποιος ο λόγος αυτού του κειμένου, μάθε λοιπόν ότι οι ιδέες νεκρώνουν αν δεν γραφούν, ένας κανόνας και του είδους μου.»
Στην συνέχεια παρακολούθησα τα χέρια μου να σχεδιάζουν παράξενα σύμβολα και φόρμουλες που για ένα μη μυημένο μάτι θα φαινόταν σαν όμορφες μουτζούρες. Μόλις τα χέρια μου σταμάτησαν με ρώτησε: - Τι ώρα είναι;
- Βλέπω ότι το ρολόι δείχνει 20:32. - Μπορείς τώρα να καταλάβεις τις δυνάμεις μου;!!
Τα σημάδια ήταν παραπάνω από εμφανή, δεν χρειάστηκε να σκεφτώ καθόλου για να του απαντήσω, με πλατύ χαμόγελο.
- Ναι! Μπορώ να μάθω τώρα τι μπορεί να ζητά, ένα πλάσμα σαν και σένα από μένα; - Αχ... Πάντα η μάζα ήταν το πρόβλημα, αν μονάχα μπορούσε να δει τους δυνάστες της και να μου φέρει ταέντερα τους, θα έκαναν μια ωραία σούπα. Δεν ζητώ τίποτα από σένα τίποτα... αντιθέτως ήρθα για να σου δώσω κάτι.
Τότε με το αριστερό του χέρι έπιασε και τράβηξε τον αντίχειρα του δεξιού του χεριού. Προς μεγάλη μου έκπληξη ο αντίχειρας του ξεκόλλησε πολύ απαλά και κρατώντας τον μέσα στην αριστερή του παλάμη, μου ζήτησε να απλώσω τη χούφτα μου. Μια άσπρη σκόνη έπεσε από την παλάμη του και συγκεντρώθηκε στην χούφτα μου. Είχα την αίσθηση ότι όλη η ουσία των βιβλίων της βιβλιοθήκης βρισκόταν μέσα σε αυτήν την «χρυσή» σκόνη. - Αυτό ήταν. Πριν φύγω μία τελευταία ερώτηση. Τι ώρα είναι;
Γεμάτος χαρά, απάντησα γελαστά.
- Δεν ξέρω.