Η αλήθεια είναι πως τα ήρεμα βράδια καθόμουν πάντα στο ημίφως. Διάβαζα και έπλεκα ιστορίες για όλα αυτά που -όπως νόμιζα- δεν θα αντίκριζε ποτέ ανθρώπινο μάτι. Ο τρόμος με διασκέδαζε, καθώς εκ του ασφαλούς περιέπαιζα το μεταφυσικό. Δυστυχώς όμως η καταραμένη η φαντασία, εισέβαλε βίαια στην πραγματικότητα μου και μου αποκαλύφθηκε ένα εφιαλτικό πρωινό. Οι προάγγελοι της παράνοιας έρχονται πάντα τις στιγμές που η ατμόσφαιρα μυρίζει θειάφι, όπως παρόμοια τις στιγμές που μυρίζει μπαρούτι ξεσπούν καυγάδες.
Η διώροφη οικοδομή που είχα αγοράσει από τον κοντόχοντρο μεσίτη δεν ήταν νέας αρχιτεκτονικής και έστεκε σαν φάρος στο φυσικό ακρωτήριο πάνω από τα κύματα. Καθισμένος σε μια δρύινη πολυθρόνα, σε μια απόμερη γωνία του μπαλκονιού μου κοιτούσα μέσ' στο θάμπος των αλλόκοτων σκέψεών μου την μαύρη θάλασσα. Σκεφτόμουν πως το μεγαλύτερο ποσοστό της θαλάσσιας μάζας παραμένει ανεξερεύνητο. Ο νους μου τη γέμιζε με τέρατα και υποβρύχιους πολιτισμούς. Άλλωστε η θάλασσα από μόνη της δεν είναι παρά ένα υγρό τέρας, που μέρα με τη μέρα μας ρουφά -στα μαύρα βάθη της-.
Η κληρονομιά του θείου μου, έδινε αρκετή ελευθερία και ως νέος δανδής έψαχνα απεγνωσμένα για την ατμόσφαιρα που θα υποβοηθούσε τις σκοτεινές μελέτες μου. Το σπίτι πάνω από τη θάλασσα, ήταν ένα πολύ ταιριαστό κομμάτι στο πάζλ που άρχιζα να συνθέτω. Είχαν γίνει για μένα όλες οι απόκρυφες μελέτες κάτι σαν όπιο και είχε πάρει διαστάσεις ψύχωσης τα τελευταία πέντε χρόνια.
"Τζον αγαπητέ μου, όταν βυθίζεσαι σε τέτοιες αβύσσους, είναι πραγματικά δύσκολο να αναδυθείς" μου έλεγε ο Ζιλ Φοινίξ και εγώ είχα βαλθεί να βγάλω ψεύτη τον γάλλο μέντορα μου. Ειλικρινά δεν ξέρω τι με είχε τυφλώσει πιο πολύ, η έπαρση και ο ενθουσιασμός της νέας μου ασχολίας, η προοπτική να αποκτήσω καινούργιες και απαγορευμένες γνώσεις ή η επιθυμία να γίνω ανώτερος από τον Ζιλ, που με δυσκολία απέφευγα τον πειρασμό να μιμηθώ. Το ευγενικό του στυλ δεν έμοιαζε διόλου επιτηδευμένο και του απέδιδε μια αξιοζήλευτη αυθεντία, την οποία εκμεταλλευόταν όσο μπορούσε, ακόμα και πάνω μου. Το είχα διακρίνει, ήμουν όμως πολύ απορροφημένος με τις καινούργιες γνώσεις που μου δινόταν, για να προβάλλω κάποια ουσιώδη αντίσταση. Είχαμε γνωριστεί στο περίφημο για τις σεάνς του "Σαλόνι του Τεό", -ήξερα τον Τεό από μικρός και αν τα τελευταία χρόνια δεν τον είχα χάσει, θα έλεγα ότι μας ένωναν κοινά ενδιαφέροντα- μας σύστησε ο Τεό και από τότε ο κοντόχοντρος Ζιλ έγινε κάτι σαν δάσκαλος για μένα. Για τρία, συναπτά έτη, συναντιόμασταν στο μικρό του δωμάτιο στο Παρίσι, -το οποίο ήταν μόλις πέντε λεπτά με άμαξα από το δικό μου- πίναμε υπέροχο λικέρ από την Ρόδο και μου έκανε διδασκαλία των απόκρυφων βιβλίων του. Συζητούσαμε για τα μαγικά συστήματα της Αραβίας, για την Εβραϊκή Καμπάλα, την Ασσυριακή αστρολογία και τα "Θεϊκά Δόγματα" των Αιγυπτίων. Τα μάτια του γυάλιζαν καθώς μου ανέλυε τους αλχημικούς συμβολισμούς, την γλώσσα των Αγγέλων του Δρ. Τζων Ντη, τα Ερμητικά κείμενα και μιλούσε πάντα αργά και με στόμφο. Ήταν σχεδόν αδύνατον να μην με σαγηνέψει αυτός ο φαλακρός εξηντάχρονος, με το παχύ, περιποιημένο μουστάκι και τον περίεργα σκοτεινό χαρακτήρα.
Η κατάσταση της υγείας του όμως άλλαξε άρδην τον τελευταίο χρόνο και από ένας υγιέστατος άνδρας μεταμορφώθηκε σε ένα σκυφτό και κακότροπο γέρο που είχε άγριες εξάρσεις πυρετών. Ο γιατρός, του είχε χορηγήσει μια συνταγή, που το μόνο που έκανε ήταν να τον βυθίζει σε ανήσυχο ύπνο. Πολλές φορές που έμενα για να μελετήσω, ενώ ο Ζιλ κοιμόταν μέσα στον πυρετό του , άκουγα τους ακατάληπτους μονολόγους, που η εκφορά τους και μόνο από το ιδρωμένο πρόσωπο του, με έκαναν να αναριγώ. Οι συναντήσεις μας είχαν λιγοστέψει στο ελάχιστο, ενώ είχα αρχίσει να νιώθω παρείσακτος ανάμεσα στον Ζιλ και τους μονολόγους του.
Έξι μήνες αργότερα και ενώ πίναμε καφέ, ο Τεό μου ανήγγειλε καθισμένος στην κόκκινη πολυθρόνα μου, ότι η κηδεία του Ζιλ θα γινόταν στις έξι παρά τέταρτο στο κοιμητήριο, πέρα από την πλατεία Αλιστέρ. Στο διάστημα αυτών των τελευταίων μηνών, ο Ζιλ δεν μου ασκούσε πλέον την αρχική γοητεία του και μετά από μία έκρηξη κακοήθειας από πλευράς του, δεν είχαμε συναντηθεί, έως την ημέρα που κηδευόταν.
Φόρεσα το καλό μου κοστούμι -ή κοστούμι κηδειών όπως το αποκαλούσα, άσχετα και αν δεν είχα παρευρεθεί σε πολλές κηδείες- και κατηφόρισα την οδό Μον Κουαντιέν της πλατείας Αλιστέρ μετά το μπορντό κιόσκι, για να βρεθώ στο κοιμητήριο Μολετιόν. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική και η ομίχλη έκανε την κατάσταση ακόμα δυσκολότερη. Οι λεύκες και οι οξιές έγερναν πάνω από τον μαρμαρόστρωτο δρόμο που οδηγούσε τους κατοίκους αυτής της πόλης στην τελευταία τους κατοικία.
Έφτασα στην πύλη του κοιμητηρίου και κοντοστάθηκα για να θαυμάσω την εκπληκτική αψίδα, που όποιος ήθελε να εισέλθει στον χώρο έπρεπε να την διασχίσει. Ένας γλύπτης του δεκάτου τετάρτου αιώνα -που δεν σώζεται το όνομα του- είχε δημιουργήσει αυτό το μυστηριώδες αριστούργημα που απεικόνιζε μία μάχη μεταξύ του καλού και του κακού. Ένα αεράκι φύσηξε απότομα σηκώνοντας την κάπα μου και ένα ρίγος με διαπέρασε. Ξερά φύλλα πλανήθηκαν στον αέρα μπροστά από την αψίδα δημιουργώντας μια οφθαλμαπάτη, καθώς οι μορφές των αγγέλων και των δαιμόνων άρχισαν να κινούνται. Τι αφελής και ανόητος που ήμουν εκείνη την στιγμή. Η σταθερή λογική μου δεν μου επέτρεπε να αναλογισθώ τίποτα το διαφορετικό. Τα πράγματα όμως άλλαξαν μέσα σε λίγες ώρες.
Έτσι, έκανα το μοιραίο βήμα και προχώρησα στο προαύλιο του κοιμητηρίου. Το να βρω την τοποθεσία ταφής του Ζιλ δεν ήταν και τόσο δύσκολο, καθώς ο εικοστός τρίτος εφημέριος της πόλης Γιόχαν Βάλεντιν Αντρέε -Γερμανός, που το άγαλμα του ορθώνεται στο κέντρο του κοιμητηρίου κρατώντας την χρυσή σάλπιγγα που τον έκανε γνωστό- είχε αποφασίσει ότι οι χώροι των θανόντων αυτής της πόλης θα ορίζονται αλφαβητικά. Τότε είχε ξεθάψει όλα τα οστά του κοιμητηρίου και τα είχε ξαναθάψει με την σωστή για αυτόν σειρά. Σε ένα βιβλίο είχα διαβάσει ότι έτσι άρχισε η κόντρα του με το Βατικανό, αλλά οι μεγαλύτερες «παραξενιές» του άρχισαν μετά από αυτό το περιστατικό. Φυσικά, μετά το θάνατο του η εκκλησία τον χειροτόνησε άγιο.
«Ζιλ Φοινίξ λοιπόν» σκέφτηκα, «Δεν θα χρειαστεί να περάσω στην άλλη άκρη. Η θέση του είναι σίγουρα στα δεξιά». Μου φάνηκε ότι άκουσα κοράκια να κράζουν διαλαλώντας έτσι το ταξίδι του χάρου για σήμερα από αυτό εδώ το σημείο. Πιθανότατα να ήταν μόνο η φαντασία μου. Προχωρώντας είδα κόσμο γύρω από έναν τύμβο και το γράμμα «Φ» χαραγμένο πάνω σε μια πέτρα γεμάτη βρύα. Ήμουν σίγουρα στο σωστό σημείο. Άλλωστε ο Τεό μου έγνεφε από μακριά να πλησιάσω.
Καθώς έφτασα στο σημείο της ταφής, ο Τεό μου σύστησε τον Λαρμέν τον εξάδερφο του που είχε έρθει για λίγες μέρες στην πόλη. Ήταν ένας κοντόχοντρος νεαρός ο οποίος δεν ενδιαφερόταν καθόλου για την κατάσταση και είχε μονίμως ένα χαμόγελο καρφωμένο στο πρόσωπο του. Ζήτησα από τον Τεό να μου υποδείξει τους συγγενείς του Ζιλ για να τους συλλυπηθώ, αλλά μου εξήγησε ότι δεν γνώριζε κάποιον εν ζωή συγγενή του -οι κοντινότεροι είχαν πεθάνει ήδη- και έτσι μόνο οι γνωστοί του και οι φίλοι του παρευρίσκονταν. Και επειδή ήταν και αυτοί λίγοι -καθώς ο Ζιλ κλεινόταν εβδομάδες ολόκληρες στο σπίτι του ή έλειπε σε ταξίδια για μεγάλα χρονικά διαστήματα- αποφάσισε να φέρει και τον εξάδερφο του. Κακή ιδέα για εμένα.
Άφησα για τον Τεό για να παρατηρήσω λίγο τον χώρο και τους υπόλοιπους παρευρίσκοντες στην κηδεία. Μέσα στα λιγοστά άτομα υπήρχε και ο Β. Πηλάδης, ο ιδιοκτήτης του μπαρ. Ο Ζιλ, που και που, αναπολούσε το παρελθόν του στα σκοτεινά σημεία του μπαρ του Πηλάδη. Ο Ζακ Μολεό, ο ιδιοκτήτης της γκαλερί απέναντι από την εκκλησία του Άγιου Ιωάννη ήταν και αυτός εκεί. Μου έκανε εντύπωση καθώς δεν είχε και ιδιαίτερες σχέσεις με τον θανόντα. Αλλά την μεγαλύτερη έκπληξη μου προκάλεσε ο κύριος Νουί, ο μπακάλης κάτω από το διαμέρισμα του Ζιλ. Πραγματικά, ο Ζιλ δεν έπρεπε να είχε καθόλου φίλους και εκείνη την στιγμή ένιωσα ο πιο κοντινός του άνθρωπος.
Μπροστά από το φέρετρο στεκόταν ο πατήρ Νελαμορατιέ και ξεφύλλιζε αμήχανα το βιβλίο που κρατούσε στα χέρια του. Δεν συμπαθούσε πολύ τον Ζιλ και μάλλον εξ ανάγκης βρισκόταν εδώ. Πίσω του ορθώνονταν ανοιχτός ο τύμβος των Φοινίξ. Η πέτρινη πλάκα που έκλεινε την είσοδο του τύμβου στεκόταν δίπλα σε μια κολώνα. Πάνω της είχε γραμμένα τα ονόματα όλων τον Φοινίξ που είχαν θάφτει εκεί. Ολόκληρο το γενεαλογικό τους δέντρο. Το πρώτο όνομα σε αυτήν την επιθανάτια λίστα ήταν το «Σεντ-Ιβ ντ' Αλβεϊντρ Φοινίξ». Το όνομα του Ζιλ ήταν φρεσκοσκαλισμένο πάνω στην πέτρα στην τελευταία σειρά.
Συνέχισα να διαβάζω, απλά από περιέργεια, και τα παρακάτω ονόματα. Ενώ ήμουνα στην μέση και ο πατήρ Νελαμορατιέ ήταν έτοιμος να μας μαζέψει γύρω από το φέρετρο για να αρχίσει την τελετή, το αναπάντεχο συνέβη. Μία ομάδα πέντε ανθρώπων πλησίασε τον τύμβο. Ήταν ο επιθεωρητής Μαιγκρέ μαζί με τον Λ. Μποντενό τον βοηθό του και έναν άλλον αστυνομικό που δεν γνώριζα. Το περίεργο όμως ήταν στις άλλες δυο φιγούρες. Ήταν δυο άνθρωποι που φορούσαν κάτι γκρίζες μάλλινες κάπες, σαν αυτές των βοσκών στα βουνά της Αλμανδίας, σκεπασμένοι με τις κουκούλες τους και κοιτώντας το έδαφος με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην μπορούσες να δεις τα πρόσωπα τους.
Έκανα μια προσπάθεια να συνεχίσω να διαβάζω αδιάφορα το νεκρολόγιο των Φοινίξ. Δεν μπορούσα όμως καθώς η ματιά μου έπεφτε πάντα στο βαθύ σκοτάδι που έκρυβε εξ ολοκλήρου τα χαρακτηριστικά των προσώπων των δύο κουκουλοφόρων. Ήταν δύο φιγούρες που πραγματικά σου προκαλούσαν δέος -μάλλον φόβο- και σύγχυση ανάμεσα στο αληθινό και το μεταφυσικό. Καθώς προσπαθούσα αγωνιωδώς να διακρίνω τα σκοτεινά πρόσωπα τους ανάμεσα στις γκρίζες κουκούλες τους, άκουσα τον επιθεωρητή Μαιγκρέ, να διατάζει τον πατήρ Νελαμορατιέ να διακόψει το μυστήριο. Έπειτα, με κρύα και κοφτή φωνή, προσπάθησε (ανεπιτυχώς) να μας καθησυχάσει προφασιζόμενος έλεγχο ρουτίνας λόγω κάποιων αξιόποινων πράξεων του παλιού μου φίλου και μέντορα Ζίλ. Ζήτησε την απομάκρυνσή μας, κάτι που ανέλαβαν οι άλλοι δύο αστυνομικοί. Το βλέμμα του ήταν πολύ ανήσυχο, ιδιαίτερα όταν έβλεπε κάποια κίνηση από πλευράς των μυστήριων κουκουλοφόρων. Καθώς κοιτούσα σαστισμένος το περίεργο αυτό θέαμα αδιαφορώντας για την διαταγή απομάκρυνσης από τον τάφο, το βλέμμα μου αντίκρισε το φοβισμένο, πλέον, βλέμμα του επιθεωρητή.
Τότε μία από τις τρομακτικές αυτές φιγούρες άρχισε να βαδίζει αργά προς το μέρος μου (περίεργο...αν παρατηρούσε κανείς το κάτω μέρος του μανδύα του ήταν σαν να μην είχε πόδια, σαν να αιωρείται. Αμέσως έδιωξα τις αλλόκοτες σκέψεις από το μυαλό μου). Άρχισα αργά και ήρεμα να βαδίζω προς τα πίσω, πάντα καρφωμένος στον κουκουλοφόρο που ερχόταν κατά πάνω μου. Καθώς πλησίαζε περισσότερο ανασήκωσε τη βαριά κουκούλα του, ήταν σαν να κοιτούσε μέσα από το παγωμένο σκοτάδι του προσώπου του βαθιά μες στα μάτια μου. Το αισθανόμουν το ήξερα ότι με κοίταζε, όμως δεν μπορούσα με τίποτα να διακρίνω ούτε τα μάτια του ούτε κάποιο άλλο του χαρακτηριστικό. Εκείνη τη στιγμή ένα ρίγος διαπέρασε σαν κεραυνός το κορμί μου. Άρχισα να επιταχύνω το βήμα μου, ήθελα τόσο πολύ να τρέξω... ήμουν σχεδόν τρομοκρατημένος. Μετα βίας συγκρατούσα την κραυγή αγωνίας και φόβου που προσπαθούσε απεγνωσμένα να βγει από μέσα μου.
Ξαφνικά ένα χέρι με αρπάζει με δύναμη από το μπράτσο και με τραβάει βίαια προς το μέρος του. Ήταν ο επιθεωρητής Μαιγκρέ που με ανέσυρε από τον κρύο εφιάλτη μου. Όμως το βλέμμα του δεν ήταν καθόλου καθησυχαστικό. Μονομιάς με κοίταξε μες στα μάτια, η ανάσα του ήταν βαριά και το στόμα του υγρό. Δεν μίλησε καθόλου, όμως τα μάτια του μιλούσαν γι' αυτόν. Τα μεγάλα μαύρα του μάτια με πρόσταζαν να φύγω, να τρέξω μακριά, μακριά από το κακό που έμελλε να γίνει. Αμέσως ο νους μου πήγε στους κουκουλοφόρους και γύρισα να αντικρίσω αυτόν που μόλις πριν από λίγο ερχόταν καταπάνω μου. Όμως αυτός ήταν ακριβώς πάνω από τον τάφο του Ζιλ αδιαφορώντας τόσο για΄μένα όσο και για τον ανήσυχο Μαιγκρέ. Χωρίς δεύτερη σκέψη απομακρύνθηκα τρέχοντας από τον τάφο, τους κουκουλοφόρους και τον Μαιγκρέ. Γύρισα πίσω μου και είδα τον επιθεωρητή να με κοιτά με το βλέμμα ενός κρατουμένου που κοιτά την οικογένειά του να φεύγει από τη φυλακή του. Να με κοιτά με το βλέμμα ενός φυλακισμένου, ενός δέσμιου...
Οι πάντες είχαν απομακρυνθεί πολύ τακτικά και ήσυχα, κάτι που δεν το είχα προσέξει... Έλειπαν και ο Τεό με τον Λαρμέν καθώς και ο Πηλάδης με τον Ζακ Μολεό. Έλειπαν ακόμη και οι αστυνομικοί. Ήμουν μόνος λοιπόν μόλις 20 μέτρα μακριά από τον μυστήριο τάφο του Ζιλ. Πήρα την απόφαση να αδράξω την ευκαιρία και να ικανοποιήσω την περιέργειά μου θέτοντας ακόμη και σε κίνδυνο τη ζωή μου. Είχαν ήδη δει πολλά τα μάτια μου, δεν μπορούσα να κάνω πίσω τώρα...
Ανασύρθηκα πάνω σε ένα τάφο όπου η μεγάλη επιθανάτια πλάκα μπορούσε να με βοηθήσει να περάσω απαρατήρητος από τους μυστήριους κουκουλοφόρους και τον μάλλον καταδικασμένο Μαιγκρέ. Καθώς εγώ παρατηρούσα ανενόχλητος πίσω από τη σιγουριά της μεγάλης ταφόπλακας (τι κυνικό Θεέ μου) συνέβη το αναπάντεχο... οι δύο μυστήριες φιγούρες γονάτισαν τον Μαιγκρέ ο οποίος προέταξε τα στήθη του. Τότε οι δύο άγγελοι θανάτου με τα γέρικα και ροζιασμένα χέρια τους έσκισαν το πουκάμισο του επιθεωρητή, που έμελλε να παίξει το ρόλο του απολωλούς προβάτου. Έπειτα ξέσκισαν το στήθος του με τα γυμνά τους χέρια, τρυπώντας τον με τα σιδερένια νύχια τους τα σπλάχνα του άπορου Μαιγκρέ! Ήθελα να τρέξω να τον βοηθήσω, να τον σώσω όπως ακριβώς είχε κάνει αυτός με εμένα. Όμως δεν μπορούσα, η τρομαγμένη μου καρδιά και το σαλεμένο μου μυαλό δεν με άφηναν. Άφθονο αίμα πετάχτηκε από τα ξεσκισμένα στήθη του Μαιγκρέ! Οι κουκουλοφόροι έβγαλαν την καρδιά του άτυχου επιθεωρητή και την τοποθέτησαν πάνω στο φέρετρο του Ζιλ και ενόσω αυτή χτυπούσε ακόμη την κάρφωσαν βίαια με ένα μικρό αρχαίο μαύρο μαχαίρι με λαβή σε σχήμα φιδιού! Κατόπιν, αδειάζοντας ένα μικρό μπουκαλάκι υγρό έβαλαν στο φέρετρο φωτιά! Αυτή η περίεργη μπλε Φωτιά έκανε παρανάλωμα του πυρός το φέρετρο σε λίγα μόνο δευτερόλεπτα. Όλα είχαν τελειώσει, η καρδιά μου σφίχτηκε και τότε γύρισα πλάτη στην ταφόπλακα για να ηρεμήσω. Όμως κάτι το απίστευτο συνέβη... οι κουκουλοφόροι άνοιξαν το καμένο φέρετρο και το βρήκαν άδειο!! Αμέσως οι μανδύες τους άρχισαν να καίγονται και τρομερές φλόγες κάλυψαν το κορμί τους. Οι άγγελοι θανάτου (ή ό,τι άλλο ήταν) χάθηκαν μες στις φριχτές κραυγές τους, κραυγές απόκοσμες, κραυγές κολάσεως.
Μπροστά σε αυτήν την αναπάντεχη τροπή, θυμήθηκα τα λόγια του φίλου και μέντορά μου: «Όταν κάτι δεν καταλαβαίνεις, να κοιτάς πάντα ψιλά στον ουρανό, αυτός έχει πάντα τις σωστές απαντήσεις...» Κοίταξα, και είδα τον αγαπητό μου συνοδοιπόρο Ζιλ, να με κοιτά γλυκά και χαμογελαστά όπως κάποτε, καθώς έφευγε μες στο άσπρο σύννεφο. Σήκωσε το χέρι του και με χαιρέτησε γαλήνια, χαρούμενος για το καινούργιο του ταξίδι...